
Η οσία Ξένη καταγόταν από τη Ρώμη από
ευγενική και εύπορη οικογένεια, έζησε τον 5ο μ.Χ. αιώνα και ονομαζόταν αρχικά Ευσεβία.
Αγάπησε τον Χριστό με όλη τη δύναμη της ψυχής της και όταν οι γονείς της την
ετοίμασαν να την νυμφεύσουν, αρνήθηκε την πίεση των γονιών της και εγκατέλειψε
την πατρική εστία. Με δύο πιστές θεραπαινίδες κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια, όπου
μετονομάσθηκε Ξένη για να χαθούν τα ίχνη της. Στη συνέχεια, οι τρεις κόρες
επισκέφθηκαν τη νήσο Κω, όπου μετά από θερμή προσευχή να τους δείξει ο Θεός το
θέλημά Του, εμφανίστηκε ένας σεβάσμιος ιερομόναχος Παύλος, ο οποίος επέστρεφε
από προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα. Στην έκκλησή τους να τις βοηθήσει, τις πήρε μαζί
του στα Μύλασσα της Καρίας, όπου εγκατεστάθηκαν, ενώ εκείνος έγινε Επίσκοπος.
Εκεί, μαζί με τις δύο θεραπαινίδες, έκτισε έναν Ιερό Ναό προς τιμήν του
Πρωτομάρτυρος Στεφάνου και γύρω ησυχαστικά κελιά, όπου διέμεινε μαζί με άλλες
παρθένες που επιθυμούσαν το βίο της άσκησης, της προσευχής και της διακονίας.
Πολύ γρήγορα η φήμη της με την ενάρετη
και θεοφιλή ασκητική ζωή που διήγε, και το αξίωμα της διακόνισσας που της έδωσε
ο Επίσκοπος Παύλος κατέστησε το μοναστήρι ένα περίφημο πνευματικό κέντρο. Εκτός
από τη φροντίδα των αδελφών του κοινοβίου της, καθημερινά συνέρεαν πολλές
πονεμένες και άπορες γυναίκες να πάρουν πνευματικές συμβουλές και να ζητήσουν
τις προσευχές της οσίας. Με την κοπιαστική διακονία της θυμόταν πάντοτε τον
Νυμφίο της και Σωτήρα Χριστό, που δεν σταμάτησε ποτέ να εργάζεται για τη
σωτηρία των ψυχών. Πονούσε να βλέπει άλλες ψυχές να ζουν στην άγνοια και στην
αμαρτία, και άλλες να έχουν ανάγκη από οποιαδήποτε βοήθεια.
Η οσιότητά της αναγνωρίσθηκε όταν παρέδωσε
την αγία της ψυχή και κατά τη διάρκεια του ενταφιασμού του σεπτού της
σκηνώματος, εμφανίσθηκε στον ουρανό Σταυρός σχηματισμένος από αστέρες, ενώ ο
ήλιος φώτιζε τη γη. Με αυτόν τον τρόπο ο Θεός επιβράβευσε την οσία Ξένη για την
αγάπη της στο Νυμφίο Χριστό, την αγνότητα του σώματος και της ψυχής της, τις
νηστείες, τις διακονίες και τις προσευχές της.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α'. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.
Τὴν Ἀμνάδα Κυρίου τὴν καλλιπάρθενον, τὴν Ὁσίαν νῦν Ξένην ἀνευφημοῦντες πιστοί, καὶ ἀγγέλοις
ὁμοδίαιτον ὑμνήσωμεν, τὴν τοῦ κόσμου τὰ τερπνὰ καὶ τήν δὲ πρόσκαιρον ζωὴν, ὡς ὄναρ
λογισαμένην, ὑπὲρ ἡμῶν δὲ Κυρίῳ, ἀδιαλείπτως
πρεσβεύουσαν.
Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ. Δόξα. Ἦχος πλ. δ'.
Στομωθεῖσα τὴν ψυχήν, θείας ἀγάπης τῇ δυνάμει, ὑπὲρ
φύσιν ἀγῶνας, ἐν γυναικείῳ σώματι, Μῆτερ Ὁσία ἠγώνισαι· ὅλῳ νοῒ γὰρ προσβλέπουσα, τῷ σῷ
νυμφίῳ καὶ Σωτῆρι, παρ' αὐτοῦ ἐδέχου κράτος ἀπροσμάχητον καὶ τὸν
τύραννον ἐχθρόν, καταβαλοῦσα τοῖς πόνοις σου, ἅπαντας ἐξέπληξας, τῇ πολιτείᾳ σου Ξένη θεόληπτε. Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα
παρρησίαν, ἀδιαλείπτως ἱκέτευε,
ἐλεηθῆναι τάς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
