Κυριακή ΙΕ’ Λουκά 2020 (Λουκ 19, 1-10)


Ομιλία εις τον Ζακχαίον τον Τελώνην
(Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου)

 «λθε γάρ υός το νθρώπου
ζητσαι καί σσαι τό πολωλός»

 

σοι πιθυμον τ καλά, δέν διαφέρουν π τος διψασμένους. σο δν βρίσκουν ατ πο ζητονε, τόσο νάβει δίψα τους γι ,τι ποθον. Κα τ νύχτα νειρεύονται σ διψασμένοι τίς πηγές τν πόθων τους… Τέτοιοι εναι κι ο φίλοι το Χριστο. Τν μέρα ναζητον τν ποθητό τους Χριστ μ καλά ργα κα τ νύχτα εναι κοντά του μ τν προσευχή κι ταν κοιμονται βλέπουν στ νειρό τους τι περπατον μαζί του… Τέτοιος κα Ζακχαος πο διαβάσαμε πρν π λίγο στ Εαγγέλιο. Δτε τον πο τρέχει κα θεος πόθος τν πυρπολε· σκαρφαλώνει στ δένδρο κα ψάχνει γύρω τν ησο, γι ν δ τ ζωοδότρα πηγή. «Κι ταν εδε Ζακχαος τ Χριστ το μίλησε ταιριαστά. Σ’ σένα σήκωσα τ μάτια μου πο κατοικες στν ορανό». 


Εδε τν Κύριο Ζακχαος κα δυνάμωσε πιθυμία του περισσότερο. Τν γγιξε στν ψυχή κι γινε διαφορετικς νθρωπος· π τελώνης ζηλωτής, π πιστος πιστός, π λύκος πρόβατο σφραγισμένο γι τ σφαγή. Ποιός νιώθει τέτοια πιθυμία γι τν πατέρα κα τν μητέρα του, ποιός γάπησε τ γυναίκα τ παιδι του, πως Ζαχκαος τν Κύριο, πως φανερώνουν τ δια τ πράγματα; Μοίρασε λα τ πάρχοντά του στος φτωχος κα τετραπλάσια δωσε σ’ ποιους συκοφάντησε. Συμπεριφορ ριστη μαθητο, κα δασκάλου πιείκεια κα δύναμη θεϊκή· π τ θέα του μόνο ησος δηγε στν πράξη. Κανένα διδακτικό λόγο δν εχε πε Κύριος στ Ζακχαο, παρουσιάστηκε μόνο σ’ ατν πο τν ποθοσε κα π τ βάθος τς καρδις του τραβιόταν πάνω δύναμη τς πίστεως. 


 
Παρόμοιο γινε κα στν αμορροοσα· ρθε κοντ στν Κύριο κα ζητοσε ν τ θεραπεύση, μ δ δεχόταν ν το γγίξη τ χέρι. Κι κείνη το γγίζει κρυφά τν κρη π’ τά ροχα του. Κα τς θεραπείας τ δύναμη σ σφουγγάρι μ τ γγιγμά της τν τράβηξε. Κι Ζαχκαος νεργοσε συναίσθητα, κινημένος π βία θεϊκ κα π πνευματικν ρωτα ναμμένος νέβαινε στ μουρι. Κύριος μως νακαλύπτοντας κάποιο μυστικ το λέει, κατέβα. Γνώρισα τν ψυχή σου, γνώρισα τν ερ ρωτά σου· Κατέβα. Θυμήσου τι κι δμ ταν νιωσε τ γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσω π τ συκιά. Κα σ πο θέλεις ν σωθς, μν τρέχς πάνω στ μουριά. «Πρέπει ν τν ξηράνω ατ τ μουρι κα ν φυτέψω λλη, τ σταυρό». κενος εναι τ ελογημένο δέντρο κα σ’ ατ ν δηγς τ βήματα τς ψυχς σου. π ατ κοντίζεσαι μέσως στν ορανό. ν στς μουρις τ φύλλα κα τ φίδι περιπλέκεται, κα σ’ ατ κρύβεται κα σ’ ατν κλώσσησε τ μικρά του. 



Κατέβα γρήγορα, προτο ρχίση ν ψιθυρίζη στν ψυχή σου, πως κα στν Εα πο τν πεισε ν δοκιμάση τ γλυκει δονή. Κατέβα γρήγορα. σο στέκομαι γώ, κατέβα π’ ατή· ταν τ βλέπω γώ, κενο φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δ θέλω ν σ’ φήσω πάνω στ μουριά, δ θέλω ν χαθς. Δικ μου πρόβατο εσαι, σ’ μένα τρεξες. Κατέβα γρήγορα κα περίμενέ με στ σπίτι σου. Πρέπει ν ξεκουραστ κε. που πάρχει πίστη, κε ξεκουράζομαι. που πάρχει γάπη, κε πηγαίνω. Ξέρω τί θ κάμης σ λιγο· ξέρω τι θ δώσης λα τ πάρχοντά σου στος φτωχος κα πρτα τι θ πιστρέψης τ τετραπλάσιο σ’ σους συκοφάντησες. Σ τέτοιους νθρώπους μ’ εχαρίστηση φιλοξενομαι.

Κι Ζακχαος κατέβηκε βιαστικός, πγε στ σπίτι του κι ποδέχτηκε τν ησο. Κα γεμτος χαρά επε, φο στάθηκε –οτε περπατντας, οτε καθισμένος λλ φο στάθηκε, γι ν δείξη τν μετάθετη πόφασή του- κα φο στάθηκε μίλησε, ταν μ θερμ ψυχ κι μεταμέλητη πόφαση ποδυόταν στν γνα. ξερε πο σπέρνει κα πο ταν ν θερίση κα επε· «Δίνω στος φτωχος τ μισ π τ πάρχοντά μου κα γυρίζω τ τετραπλάσιο σ’ σους συκοφάντησα». δολη ξομολόγηση, πο βγαίνει π καρδι καθαρή. ξομολόγηση θάμπτωτη –μπροστ στν θάμπωτη δόξα το Θεο- πού εναι πίστη πνοή της κι δικαιοσύνη τ νθος της. Ατς τς δικαιοσύνης ς μς κάμη ξιους Θες τν λων μ τ χάρη κα φιλανθρωπία το Κυρίου μας ησο Χριστο. Σ’ ατν νήκει δόξα κα δύναμη στος αἰῶνες τν αώνων. μήν».

(Μητροπολίτου Τρίκκης κα Σταγν Διονυσίου, «Πατερικν Κυριακοδρόμιον», Τόμος Δεύτερος, θναι 1969, σελ. 114-118)







Δξα Πατρί… Εωθινόν  Ι΄, χος πλ. β’
Μετ τν ες δου κθοδον, κα τν κ νεκρν νστασιν, θυμοντες ς εκς, π τ χωρισμ σου Χριστ ο Μαθητα, πρς ργασαν τρπησαν· κα πλιν πλοα κα δκτυα, κα γρα οδαμο. λλ σ Στερ μφανισθες, ς δεσπτης πντων, δεξιος τ δκτυα κελεεις βαλεν· κα ν λγος ργον εθς, κα πλθος τν χθων πολ, κα δεπνον ξνον τοιμον ν γ· ο μετασχντων ττε σου τν Μαθητν, κα μς νν νοητς καταξωσον, ντρυφσαι φιλνθρωπε Κριε.






κ τς ερς Μονς