Ομιλία εις τον Ζακχαίον τον Τελώνην
(Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου)
«ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου
ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός»
Ὅσοι ἐπιθυμοῦν τὰ καλά, δέν διαφέρουν ἀπὸ τοὺς διψασμένους. Ὅσο δὲν βρίσκουν αὐτὸ ποὺ ζητοῦνε, τόσο ἀνάβει ἡ δίψα τους γιὰ ὅ,τι
ποθοῦν. Καὶ τὴ
νύχτα ὀνειρεύονται σὰ διψασμένοι τίς πηγές τῶν πόθων τους… Τέτοιοι εἶναι κι οἱ φίλοι τοῦ Χριστοῦ. Τὴν ἡμέρα
ἀναζητοῦν τὸν ποθητό τους Χριστὸ μὲ
καλά ἔργα καὶ τὴ
νύχτα εἶναι κοντά του μὲ τὴν προσευχή κι ὅταν κοιμοῦνται βλέπουν στὸ ὄνειρό
τους ὅτι περπατοῦν μαζί του… Τέτοιος καὶ ὁ Ζακχαῖος ποὺ διαβάσαμε πρὶν ἀπὸ λίγο στὸ Εὐαγγέλιο. Δῆτε τον ποὺ τρέχει καὶ ὁ θεῖος πόθος τὸν πυρπολεῖ· σκαρφαλώνει στὸ δένδρο καὶ ψάχνει γύρω τὸν Ἰησοῦ, γιὰ νὰ δῆ τὴ ζωοδότρα πηγή. «Κι ὅταν εἶδε ὁ Ζακχαῖος τὸ Χριστὸ τοῦ μίλησε ταιριαστά. Σ’ ἐσένα σήκωσα τὰ μάτια μου ποὺ κατοικεῖς στὸν οὐρανό».

Παρόμοιο ἔγινε καὶ στὴν αἱμορροοῦσα· ἦρθε κοντὰ στὸν Κύριο καὶ ζητοῦσε νὰ τὴ
θεραπεύση, μὰ δὲ δεχόταν νὰ τοῦ ἀγγίξη
τὸ χέρι. Κι ἐκείνη τοῦ ἀγγίζει κρυφά τὴν ἄκρη ἀπ’ τά ροῦχα του. Καὶ τῆς θεραπείας τὴ δύναμη σὰ σφουγγάρι μὲ τὸ ἄγγιγμά της τὴν τράβηξε. Κι ὁ Ζαχκαῖος ἐνεργοῦσε ἀσυναίσθητα, κινημένος ἀπὸ βία θεϊκὴ καὶ ἀπὸ πνευματικὸν ἔρωτα ἀναμμένος ἀνέβαινε στὴ μουριὰ. Ὁ
Κύριος ὅμως ἀνακαλύπτοντας κάποιο μυστικὸ τοῦ λέει, κατέβα. Γνώρισα τὴν ψυχή σου, γνώρισα τὸν ἱερὸ ἔρωτά σου· Κατέβα. Θυμήσου ὅτι κι ὁ Ἀδὰμ ὅταν ἔνιωσε τὴ γυμνότητά του, κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὴ
συκιά. Καὶ σὺ ποὺ θέλεις νὰ σωθῆς, μὴν τρέχῃς πάνω στὴ μουριά. «Πρέπει νὰ τὴν
ξηράνω αὐτὴ τὴ μουριὰ καὶ νὰ
φυτέψω ἄλλη, τὸ σταυρό». Ἐκεῖνος
εἶναι τὸ εὐλογημένο
δέντρο καὶ σ’ αὐτὸ νὰ ὁδηγῆς τὰ βήματα τῆς ψυχῆς σου. Ἀπὸ αὐτὸ ἀκοντίζεσαι
ἀμέσως στὸν οὐρανό. Ἐνῶ στῆς μουριᾶς τὰ φύλλα καὶ τὸ
φίδι περιπλέκεται, καὶ σ’ αὐτὴ κρύβεται καὶ σ’ αὐτὴν ἐκλώσσησε τὰ μικρά του.
Κατέβα γρήγορα, προτοῦ ἀρχίση νὰ ψιθυρίζη στὴν ψυχή σου, ὅπως καὶ στὴν Εὔα ποὺ τὴν ἔπεισε νὰ δοκιμάση τὴ γλυκειὰ ἡδονή.
Κατέβα γρήγορα. Ὅσο στέκομαι
ἐγώ, κατέβα ἀπ’ αὐτή· ὅταν τὸ βλέπω ἐγώ, ἐκεῖνο
φιμώνεται. Κατέβα γρήγορα, δὲ
θέλω νὰ σ’ ἀφήσω πάνω στὴ μουριά, δὲ θέλω νὰ χαθῇς. Δικὸ μου πρόβατο εἶσαι, σ’ ἐμένα ἔτρεξες. Κατέβα γρήγορα καὶ περίμενέ με στὸ σπίτι σου. Πρέπει νὰ ξεκουραστῶ ἐκεῖ. Ὅπου ὑπάρχει πίστη, ἐκεῖ
ξεκουράζομαι. Ὅπου ὑπάρχει ἀγάπη, ἐκεῖ
πηγαίνω. Ξέρω τί θὰ κάμης σὲ λιγο· ξέρω ὅτι θὰ δώσης ὅλα τὰ ὑπάρχοντά
σου στοὺς φτωχοὺς καὶ πρῶτα ὅτι θὰ ἐπιστρέψης
τὸ τετραπλάσιο σ’ ὅσους ἐσυκοφάντησες. Σὲ τέτοιους ἀνθρώπους μ’ εὐχαρίστηση φιλοξενοῦμαι.
Κι ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε βιαστικός, πῆγε στὸ σπίτι του κι ὑποδέχτηκε τὸν Ἰησοῦ. Καὶ γεμᾶτος χαρά εἶπε, ἀφοῦ
στάθηκε –οὔτε περπατῶντας, οὔτε καθισμένος ἀλλὰ ἀφοῦ στάθηκε, γιὰ νὰ
δείξη τὴν ἀμετάθετη ἀπόφασή του- καὶ ἀφοῦ στάθηκε μίλησε, ὅταν μὲ θερμὴ ψυχὴ κι ἀμεταμέλητη ἀπόφαση ἀποδυόταν στὸν ἀγῶνα. Ἤξερε ποῦ σπέρνει καὶ ποῦ ἦταν
νὰ θερίση καὶ εἶπε· «Δίνω στοὺς φτωχοὺς τὰ μισὰ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά
μου καὶ γυρίζω τὸ τετραπλάσιο σ’ ὅσους ἐσυκοφάντησα». Ὤ ἄδολη
ἐξομολόγηση, ποὺ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ καθαρή. Ἐξομολόγηση ἀθάμπτωτη –μπροστὰ στὴν ἀθάμπωτη
δόξα τοῦ Θεοῦ- πού εἶναι ἡ πίστη ἡ πνοή της κι ἡ δικαιοσύνη τὸ ἄνθος
της. Αὐτῆς τῆς δικαιοσύνης ἄς μᾶς κάμη ἄξιους ὁ Θεὸς τῶν ὅλων
μὲ τὴ χάρη καὶ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ’ αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ
δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
(Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου, «Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον», Τόμος
Δεύτερος, Ἀθῆναι 1969, σελ. 114-118)
Δόξα Πατρί… Εωθινόν Ι΄, Ἦχος
πλ. β’
Μετὰ τὴν εἰς ᾍδου κάθοδον, καὶ τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν, ἀθυμοῦντες ὡς εἰκός, ἐπὶ τῷ
χωρισμῷ σου Χριστὲ οἱ Μαθηταί, πρὸς ἐργασίαν ἐτράπησαν·
καὶ πάλιν πλοῖα καὶ δίκτυα,
καὶ ἄγρα οὐδαμοῦ. Ἀλλὰ σὺ Σῶτερ ἐμφανισθείς, ὡς δεσπότης πάντων, δεξιοῖς τὰ δίκτυα
κελεύεις βαλεῖν· καὶ ἦν ὁ λόγος ἔργον εὐθύς,
καὶ πλῆθος τῶν ἰχθύων πολύ, καὶ δεῖπνον ξένον ἕτοιμον ἐν γῇ· οὗ μετασχόντων τότε σου τῶν Μαθητῶν, καὶ ἡμᾶς νῦν νοητῶς καταξίωσον, ἐντρυφῆσαι φιλάνθρωπε Κύριε.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς