
1.Μια μέρα, ένας πτωχός με πολυμελή
οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του Αγίου Σπυρίδωνα. Πλησίασε τον
άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος
του σ' ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Πού να βρει όμως
ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;
Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά
δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος
καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του, πήρε το μάτι
του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σαν αστραπή πέρασε από τον νου
του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ' αφήκε να πέσει στη γη κι
έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό
αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναι, Κύριε. Άς γινόταν χρυσάφι, για να
βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι
σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στο χέρι του το σιχαμερό ερπετό
μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. O πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το
χρυσάφι κι έτρεξε και το ‘δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού
πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο
πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το
έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη
φιλανθρωπία του κι ύστερα το έριξε στη γη. Και ώ του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε
και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.
2. Μια βραδυά, την ώρα που όλοι
ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος
για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που
ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την
έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει
και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν
αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε
κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε
να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και
καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν
δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι
ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν
λέγει: «Ἀγαπᾶ ὁ
Θεός τὸν κλέφτη· ἀγαπὰ ὅμως
καὶ τὸν νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας
σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α' Τιμοθ. β' 4).
3. Κάποτε στο Κελί του Αγίου Σπυρίδωνος
Ι.Μ.Κουτλουμουσίου, το Κερκυραίϊκο, ενώ είχε πλησιάσει η εορτή του Αγίου, δεν
είχαν βρει ακόμη ψάρια και οι Πατέρες ανησυχούσαν. Τα Καλογέρια έλεγαν στον
Γέροντα να αγοράσουν βακαλάο, μια που δεν βρήκαν ψάρια. Ο Γέροντας Παϊσιος τους
έλεγε: –Κάντε υπομονή, ο Άγιος Σπυρίδων θα μας φέρει ψάρια. Και συνέχεια έκανε
κομποσκοίνι.
Ενώ είχαν χάσει πια την υπομονή τους τα
Καλογέρια και ήταν πολύ στεναχωρημένα, γιατί η ώρα είχε πλησιάσει και έπρεπε να
μαγειρέψουν, ακούνε ξαφνικά να χτυπούν την πόρτα. Ανοίγουν και τι να ιδούν! Δύο
ψαράδες με δύο πανέρια γεμάτα ψάρια να ζητάνε τον Γέροντα. Φώναξαν οι
υποτακτικοί τον Γέροντα, αλλά οι ψαράδες είπαν: – Δεν είναι αυτός ο Γέροντας.
Σ’ εμάς ήρθε ένας άλλος Γέροντας και μας είπε: “Να πάτε τα ψάρια στο Κελλί του
Αγίου Σπυρίδωνος, που πανηγυρίζει, και θα πληρωθείτε με καλή τιμή. Αν θέλετε,
να σας δώσω και καπάρο”.
Ο Γέροντας κατάλαβε το θαύμα και τους
πέρασε στο Ναό να προσκυνήσουν. Μόλις αντίκρισαν την Εικόνα του Αγίου
Σπυρίδωνος είπαν: –Να αυτός ήταν ο Γέροντας που μας είπε να φέρουμε εδώ τα
ψάρια! Τους λέει τότε ο Γέροντας: -Αχ βρε παιδιά, δεν παίρνατε το καπάρο από
τον Άγιο για να το έχουμε ευλογία!
ΠΗΓΗ: Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου,
Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Ιερό Ησυχαστήριο «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο
Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 1993.
Ας έχουμε τις πρεσβείες του Αγίου
Σπυρίδωνος.
Μεγαλυνάρια
τοῦ Ἁγίου
Χαίροις τῶν θαυμάτων ὁ ποταμός· Χαίροις ἀσθενούντων, καὶ πασχόντων ὁ ἰατρός·
Χαίροις τῶν λογίων τοῦ Πνεύματος ὁ σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθοῦντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθοῦντος ἡ καλλονή, Χαίροις ἀσθενούντων, καὶ πασχόντων ὁ ἰατρός, Χαίροις τῶν Πατέρων, ὡράϊσμα καὶ κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς