«…ἦν διδάσκων ὁ Ἰησοῦς ἐν μιᾷ
τῶν συναγωγῶν ἐν τοῖς σάββασι».
Ο Ίδιoς o
Κύριος Іησoύς Χριστός, με τη ζωή Тoυ,
απoτελεί υπόδειγμα για τoν τακτικό Εκκλησιασμό και
διδάσκει την απόλυτη αναγκαιότητά του. Κάθε Σάββατο πήγαινε στο ναό ή στη
συναγωγή των Ιουδαίων, «ἀναγίνωσκε»
τη Γραφή και δίδασκε. Στη σημερινή Κυριακή επιτέλεσε και το θαύμα της
συγκύπτουσας γυναικός. Στην Καινή
Διαθήκη, την ημέρα Κυριακή οι χριστιανοί προσέρχονται στην Εκκλησία, για να
προσευχηθούν στη Θεία Λειτουργία και να αγιασθούν. Ο Εκκλησιασμός είναι μία
υπαρξιακή ανάγκη του πιστού που θέλει να ζήσει αληθινά, να συναντήσει τον
Δημιουργό Του, την Πηγή της ζωής του, να ενωθεί μαζί Του. Να εκφράσει την αγάπη
και την ευλάβειά του στην Παναγία μας
και στους Αγίους, τους φίλους του Θεού. Να νιώσει δίπλα του τους συνανθρώπους
του ως πνευματικούς αδελφούς.
Το σώμα και το αίμα του Χριστού, που
μεταλαμβάνει στη Θεία Λειτουργία, του χαρίζουν αυτή την πληρότητα, τον κάνουν
να αισθάνεται «συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού». Έτσι, αναχωρεί από
το ναό με τη δύναμη ν' αντιμετωπίσει σύμφωνα με το θείο θέλημα και με την
προοπτική της αιώνιας ζωής τη φθαρτότητα του καθημερινού του βίου.
Ο ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει τους
ναούς με λιμάνια μέσα στο πέλαγος, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις.
Πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σ’ αυτά
καταφεύγουμε, ζαλισμένοι από την κοσμική τύρβη. Κι όπως ακριβώς ένα απάνεμο κι
ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει
από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σ' αυτόν προστρέχουν και αξιώνει
τους πιστούς να στέκονται με σιγουριά και ν' ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη
πολλή.
Ο άγιoς Κoσμάς
o Аιτωλός στις περιοδείες του συμβούλευε
τους χριστιανούς: «Πρέπει καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί μου, νὰ χαιρώμεθα πάντοτε, μὰ περισσότερον τὴν Κυριακήν, ὁποὺ εἶνε ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ μας. Διότι Κυριακὴν ἡμέραν
ἔγινεν ὁ Εὐαγγελισμὸς τῆς Δεσποίνης ἡμῶν
Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας. Κυριακὴν ἡμέραν μέλλει ὁ Κύριος νὰ ἀναστήση
ὅλον τὸν κόσμον. Πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἐργαζώμεθα
τὰς ἓξ ἡμέρας
διὰ ταῦτα τὰ μάταια, γήϊνα καὶ ψεύτικα πράγματα, καὶ τὴν Κυριακὴν νὰ πηγαίνωμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν
καὶ νὰ στοχαζώμεθα τὰς ἁμαρτίας
μας, τὸν θάνατον, τὴν κόλασιν, τὸν παράδεισον, τὴν ψυχήν μας ὁποὺ εἶναι
τιμιωτέρα ἀπὸ ὅλον
τὸν κόσμον, καὶ ὄχι νὰ πολυτρώγωμεν, νὰ πολυπίνωμεν καὶ νὰ
κάμνωμεν ἁμαρτίας· οὔτε νὰ ἐργαζώμεθα
καὶ νὰ πραγματευώμεθα τὴν Κυριακήν. Ἐκεῖνο τὸ κέρδος ὁποὺ γίνεται τὴν Κυριακὴν εἶνε ἀφωρισμένο καὶ κατηραμένο, καὶ βάνετε φωτιὰ καὶ κατάρα εἰς τὸ σπίτι σας καὶ ὄχι εὐλογίαν..» (Διδαχή Δ΄)
Επομένως, στην Εκκλησία οι χριστιανοί
ενώνονται με τον Χριστό, διά της Θείας Κοινωνίας, παίρνουν δύναμη πνευματική
και αναγεννημένοι εξέρχονται για τον καθημερινό τους αγώνα. Εξάλλου ο Κύριος
μας διαβεβαίωσε: «οὗ γάρ εἰσι δύo ἤ τρεῖς συνηγμένoι εἰς τὸ ἐμόν ὄνoμα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσω αὐτῶν» (Мατθ. ιη’ 20).
Δοξαστικόν.
Ἦχος
γ΄. Εωθινόν Γ΄
Τῆς Μαγδαληνῆς Μαρίας, τὴν τοῦ Σωτῆρος εὐαγγελιζομένης, ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν καὶ ἐμφάνειαν, διαπιστοῦντες οἱ Μαθηταί, ὠνειδίζοντο τὸ τῆς καρδίας σκληρόν, ἀλλὰ τοῖς σημείοις καθοπλισθέντες καὶ θαύμασι, πρὸς τὸ κήρυγμα ἀπεστέλλοντο, καὶ σὺ μὲν Κύριε, πρὸς τὸν ἀρχίφωτον ἀνελήφθης Πατέρα, οἱ δὲ ἐκήρυττον πανταχοῦ τὸν λόγον, τοῖς θαύμασι πιστούμενοι. Διὸ οἱ φωτισθέντες δι’ αὐτῶν δοξάζομέν σου, τὴν ἐκ νεκρῶν Ἀνάστασιν, φιλάνθρωπε Κύριε.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς