
Κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα της
Ρώμης Τίτου Κλαυδίου (41-54 μ. Χ.) ο Λουκάς βρισκόταν στη Θήβα της Βοιωτίας και
ασκούσε το ιατρικό επάγγελμα. Εκεί συνάντησε τον απόστολο Παύλο και, πιστεύσας
στο Χριστό, εγκατέλειψε την πατρική του πλάνη, την ειδωλολατρία. Έτσι λοιπόν
έπαυσε να ασχολείται με την ιατρική επιστήμη, θεραπεύοντας τα σώματα, και
αφοσιώθηκε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, για να οδηγεί τις ψυχές στην οδό της
σωτη¬ρίας και της λυτρώσεως.

Κατά τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. ο
αυτοκράτορας Κωνστάντιος (337-361 μ. Χ.), γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου,
μετακόμισε από τη Θήβα στην Κωνσταντινούπολη το λείψανο του αγίου αποστόλου και
ευαγγελιστή Λουκά, διά του αγίου Αρτεμίου του Μεγάλου, δουκός της Αίγυπτου και
κατόπιν μάρτυρος, και το εναπόθεσε στον ιερό Ναό των Αγίων Αποστόλων, κάτω από
την Αγία Τράπεζα, μαζί με τα λείψανα των αγίων αποστόλων Ανδρέου και Τιμοθέου.

(Γ. Δ.
Παπαδημητρόπουλου, Με τους Αγίους μας,
Συναξαριστής
Οκτωβρίου, εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 153-155)
Ἀπολυτίκιον
Λουκᾶν τὸν θεηγόρον καὶ τοῦ Παύλου συνέκδημον καὶ Εὐαγγελίου τοῦ τρίτου συγγραφέα θεόπνευστον, ἐν ὕμνοις τιμήσωμεν, πιστοί, ὡς ἄξιον ἐργάτην τοῦ Χριστοῦ. Τῷ φωτί γὰρ τοῦ Κυρίου καταυγασθεὶς μετέδωκε φῶς τῷ κόσμῳ. Γράψας τὰς θαυμαστὰς παραβολάς, σύστασιν ἐκκλησίας τε τῇ ἐπελεύσει τοῦ πνεύματος ἱστορησάμενος.
Ἦχος
δ’. Ταχὺ
προκατάλαβε.
Ἀκέστωρ σοφώτατος, Ἱερομύστα Λουκᾶ, ζωγράφος πανάριστος, τῆς Θεοτόκου Μητρός, ἐδείχθης Ἀπόστολε, ἔγραψας μάκαρ, λόγους, διὰ πνεύματος θείου, ἔδωκας ἐννοῆσαι, συγκατάβασιν ἄκραν, Χριστοῦ τῆς
παρουσίας, διὸ πρέσβευε
σωθήναι ἡμᾶς.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς