Μέγα Πράγμα
ὁ Ἄνθρωπος
Μᾶς ἔκαμεν ὁ Πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκαμε ζῶα· μᾶς ἔκαμε
τιμιωτέρους ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμον· μᾶς ἔδωκεν
ὁ Πανάγαθος Θεός, ἀδελφοί μου, τὰ μάτια, νὰ βλέπωμεν τὸν οὐρανόν, τὴν σελήνην καὶ τὰ ἄστρα καὶ νὰ
λέμε: Ὦ Θεέ μου, ἐὰν ὁ ἥλιος,
ὁποὺ εἶναι
πλάσμα σου, εἶναι τόσον
λαμπρός, ἀμὴ τὸ ἅγιόν σου ὄνομα, ὁποὺ εἶσαι ποιητὴς τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ποιητὴς καὶ πλάστης, πόσον εἶσαι λαμπρότερος; Ὦ Θεέ μου, ἀξίωσόν με νὰ σὲ ἀπολαύσω. Μᾶς ἔδωσεν, ἀδελφοί μου, τὸν νοῦν εἰς τὴν κεφαλήν μας, καὶ εἶναι ὁ νοῦς μας ὡσὰν μέσα εἰς ἕνα πιάτο, νὰ βάνουμε ὅλα τὰ νοήματα τοῦ Εὐαγγελίου καὶ ὄχι νὰ βάνουμε μύθους καὶ φλυαρίσματα τῆς τέχνης τοῦ διαβόλου. Μᾶς ἔδωσε τὸ στόμα, νὰ δοξάζουμε τὸν Κύριόν μας, νὰ λέμε τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν Ἁγίων ἐλέησόν μας καὶ συγχώρησόν μας τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναξίους δούλους σου», καὶ νὰ ἐξομολογούμεθα μὲ πίστιν καθαράν, καὶ νὰ μεταλαμβάνωμεν τὰ Ἄχραντα Μυστήρια μὲ πίστιν καθαρὰν καὶ φόβον καὶ τρόμον. Ἔτσι μας θέλει, ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς καὶ ὄχι νὰ βλασφημοῦμε, ὄχι νὰ προδίδουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ὄχι νὰ κάμνουμε ὅρκους καὶ νὰ λέμε ψέματα, ὄχι νὰ κλέπτη ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, νὰ παίρνη τὸ πράγμα τοῦ ἄλλου, ὄχι νὰ ὀμνύωμεν τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ παραμικρόν.
Μὲ τὸν Θεόν, ὄχι μὲ τὸν διάβολο
Ἠξεύρεις, ἀδελφέ μου, πῶς σὲ θέλει ὁ Θεός; Καθὼς δὲν θέλης ἐσὺ νὰ ἔχη ἡ γυναίκα σου καμμίαν συναναστροφὴν μὲ ἄλλον, ἔτσι σὲ θέλει καὶ ὁ Θεὸς νὰ μὴν ἔχης καμμίαν μερίδα μὲ τὸν διάβολον. Εὐχαριστεῖσαι ἡ γυναίκα σου νὰ πορνεύη μὲ ἄλλον; Ὄχι. Νὰ τὴν φιλήση ἄλλος τὴν γυναῖκα σου; Μήτε καὶ αὐτὸ δὲν θέλεις. Ἔτσι θέλει καὶ σένα ὁ Θεός, ἀδελφέ μου, νὰ μὴ ἔχης καμμίαν συναναστροφὴν μὲ τὸν διάβολον.

Μᾶς ἔδωκε τὰ χέρια νὰ κάνουμε τὸν σταυρόν μας μὲ πίστιν καθαράν, μὲ φόβον, τρόμον καὶ εὐλάβειαν, καὶ ὄχι νὰ πιάνουμε τὸ τουφέκι καὶ νὰ σκοτώνουμε τὸν ἀδελφόν μας καὶ νὰ τὸν κλέπτουμε καὶ νὰ τὸν κατατρέχουμε καὶ νὰ τὸν θανατώνουμε καὶ νὰ τὸν ὀνειδίζουμε. Μᾶς ἔδωκε τὰ πόδια νὰ περιπατούμε εἰς τὸν δρόμον τὸν καλόν, καὶ ὄχι νὰ περιπατούμε καὶ νὰ κάνουμε κακὸ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας.
Ἐβαπτίσθη ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν τίμιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, διὰ νὰ δείξη καὶ εἰς ἡμᾶς τὸ ἅγιον Βάπτισμα. Καὶ νὰ βαπτίζετε ἡ ἁγιωσύνη σας, ἅγιοι ἱερεῖς, τὰ παιδιὰ τῆς ἐνορίας σας μὲ τὴν γνώμη καὶ σκοπὸ τῆς ἁγίας ἡμῶν Ἀνατολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας. Νὰ τὰ βουτᾶτε μέσα εἰς τὴν κολυμβήθραν· νὰ ἔχετε μέσα πολὺ νερὸ καὶ νὰ κάμνετε τρεῖς ἀναδύσεις καὶ τρεῖς καταδύσεις λέγοντας τὰ ὀνόματα τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Αἰτωλίας
τὸν γόνον, Ἀποστόλων τὸν σύμπονον, Φιλοθέου Μάνδρας
τὸ κλέος, καὶ τοῦ Ἄθω τὸ σέμνωμα, Κοσμᾶν τὸν Ἰσαπόστολον
πιστοί, ὡς κήρυκα τῆς πίστεως σοφόν, καὶ ὡς μέγαν εὐσεβείας ὑφηγητήν, τιμήσωμεν κραυγάζοντες. Δόξα τῷ δεδωκότι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς