«Ελπὶς απηλπισμένων»


Στο κατώφλι του Δεκαπενταύγουστου και φέτος. Ευλαβείς και ταπεινοί καλούμαστε από την Κυρία ημών Θεοτόκο να βαδίσουμε την αγισμένη αυτή πορεία, να δεηθούμε και να προσευχηθούμε στην Παναγιά, στη γλυκιά Παναγιά, για όλα όσα μας απασχολούν και μας προβληματίζουν. Αλλά και να την μακαρίσουμε, ευγνώμονες για την ατέρμονη αγάπη, την σταθερή και πολύτιμη αρωγή και τις σωτήριες επεμβάσεις της στη ζωή μας. Θα προσέλθουμε στους κεκοσμημένους το μεγαλείο της Θεοτόκου ιερούς ναούς και θα ανάψουμε τις ελπίδες μας κεράκια φωτεινά προς την Παναγιά που πάντας συμπονά, ακούει, συντρέχει. Πάσα τη καρδία και τη ψυχή, θα προσκυνήσουμε την άχραντη εικόνα της, αντικρίζοντας στην πάνσεπτη μορφή της ένα γλυκό χαμόγελο και μια ματιά αγάπης, αντικρίζοντας καθετί που της έχουμε εκμυστηρευτεί κι εμπιστευτεί, κάθε ευεργεσία της δια του Υιού Της και Θεού, Ιησού Χριστού. Κατά βάθος, ξέρουμε ή, καλύτερα, αισθανόμαστε πως θα αντικρίζουμε ένα Πρόσωπο που στέκει δίπλα μας, αμίλητο, απαρατήρητο, αψηλάφητο, όταν το χρειαζόμαστε, μετατρέποντας τον δικό μας βαθύ πόνο σε δικό της, τη δική μας δυσκολία σε δική της, πάντοτε με περισσή κατανόηση, μητρική γλυκύτητα, αστείρευτη αγάπη. Αυτή θα σκύψουμε και θα προσκυνήσουμε. Λίγο αργότερα, δε, θα ψάλλουμε στο «ξιν στιν»: «πρς σ καταφεγω τν Κεχαριτωμνην, λπς πηλπισμνων, σύ μοι βοθησον». Στον καμβά της μνήμης θα ζωγραφιστούν ξανά τα παραπάνω, με πιο ζωηρά χρώματα, στο άκουσμα του γεμάτου αλήθεια στίχου: καταφεύγω προς Σε, ελπίδα των απελπισμένων, των απελπισμένων όλων.
 
 


Σαφώς, είναι εύκολες αβασάνιστες στη σκέψη κρίσεις του τύπου: «μα με αυτά θα ασχολούμαστε τώρα;» ή και δριμύτερες «τα παραμύθια της θρησκείας», «δε χρειαζόμαστε καμιά ανώτερη δύναμη»... Ξεκινάμε από εδώ σκοπίμως. Η εποχή μας αποτελεί γεννήτρια τέτοιων σχολιασμών, καθώς διαμορφώνει έναν τρόπο σκέψης, μα κυριότατα ζωής, θεμελιωμένο στην απουσία Θεού και ιερότητας. Βάσιμα συμπεραίνουμε πως, αν και συναρπαστικές για ορισμένους αυτές οι ιδέες ή «ευαγγέλιο» ζωής για άλλους, οι παραπάνω κρίσεις παραμένουν αγονιμοποίητες από την ίδια τη ζωή και την πραγματικότητα. Είναι «αβασάνιστες στο βίωμα». Καταδεικνύουν έλλειψη επαφής και εμπειρίας με τη ζωή της Εκκλησίας και τον Θεό, εν γένει, επομένως συνιστούν επιδίωξη προσέγγισης του υπερβαίνοντος την ανθρωπινη λογική μέσω των ανθρωπίνων στενά λογικών κριτηρίων και μεθόδων. Με απλά λόγια, συνιστούν μια συλλήβδην άρνηση την οποία εγκυμονεί ο σύγχρονος κόσμος απέναντι σε αυτό το υπερβατό, το εξευρενήσιμο μονάχα με το λεπτό αισθητήριο της πίστεως.

Ωστόσο, και πάλι, θα αναρωτιόταν κανείς εύλογα: γιατί να ασχοληθούμε στο σημείο αυτό με τα παραπάνω; Άλλωστε, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ενδέχεται να εχουμε βιώσει την Αγάπη της Θεοτόκου, των Αγιών, του Θεού. Μάλιστα, η γονιμοποιημένη και από το βίωμα πίστη συνιστά ένα ζυγωτό, ένα πρώτο κύτταρο της ζωντανής με τον Θεό σχέσης μας, το οποίο υφιστάμενο πολλές διαδοχικές διαιρέσεις, πολλαπλασιάζεται και επιτρέπει σε αυτή τη σχέση να αναπτυχθεί, «να διαφοροποιθεί σε πολλούς διαφορετικούς ιστούς» στην ιατρική γλώσσα ή, απλούστερα, να ακμάσει σε πλείστους τομείς της καθημερινότητας και του βίου μας.

Η απάντηση στο προτεθέν ερώτημα είναι, κι όμως, σημαντική: ναι, μας ενδιαφέρει, πρέπει να μας ενδιαφέρει η παραπάνω κατάσταση ιδωθείσα ως ένα μήνυμα που εκπέμεται ενισχυόμενο σήμερα. Γιατί να μας ενδιαφέρει; Εδώ κρύβεται η ουσία: η Παναγία... «ελπίς απηλπισμένων». Ενώ, ακριβώς, αυτή η κατάσταση αναδεικνύεται σε μήτρα απελπισίας. Ας το εξετάσουμε επισταμένα. 

Στις σκληρές οικονομικοκοινωνικά εποχές που διανύουμε, πληθαίνουν ανησυχητικά οι περιπτώσεις των συνανθρώπων μας, ιδίως των νέων, που είτε βλέπουν τη στηριγμένη στο κοσμικό μοντέλο ελπίδα της ζωής τους να αργοσβήνει είτε αδυνατούν να διακρίνουν νόημα, σκοπό, αξία στην ίδια τους τη ζωή. Χαρακτηριστικά επ’ αυτού σημειώνει σοφότατα ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ.Παύλος: «το θέμα (της ομιλίας του) το είδα γραμμένο σ’ έναν τοίχο. Και το πρόσεξα. “Υπάρχει ζωή πριν από τον θάνατο;’’ Θεωρώ ότι αυτό το θέμα θέτει δύο τεράστια άλλα ερωτήματα. Το πρώτο είναι ότι οι νέοι άνθρωποι δεν ταυτίζουν τη ζωή με την επιβίωση. Αισθάνονται ότι η ζωή είναι [...] κάτι πιο πέρα και πιο πάνω από το χρονικό διάστημα γέννησης και ταφής. Το δεύτερο είναι ότι αναζητούν το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης και ίσως ακόμη περισσότερο ότι αρνούνται να ονομάσουν ζωή τον τρόπο της σημερινής ύπαρξης. Μοιάζει να λένε ότι εμείς, οι πιο μεγάλοι, τούς κρύβουμε ή, ακόμη χειρότερα, τούς κλέβουμε τη ζωή· ότι αυτό που ζουν σημερα είναι ο θάνατος. Και ζώντας τον θάνατο, διερωτώνται: αυτή η ζωή πού είναι, τέλος πάντων;»

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, λοιπόν, όπως τον αντιλαμβάνεται «το αίμα της κοινωνίας», οι νέοι άνθρωποι, δεν επαρκεί. Δεν αρκεί. Δεν ικανοποιεί. Γεμίζει, μεν, εγκεφάλους με γνώση και σώματα με τροφή. Αδειάζει, δε, ψυχές. Αποϊεροποιεί πρόσωπα και μάλιστα πρόσωπα-σταθμούς, πρόσωπα-αξίες: την οικογένεια, τη φιλία, τη συγγένεια, τον έρωτα. Συσσωρεύονται σε μια βραδεία διεργασία άγχος, ανασφάλεια, φόβος -πιο πολύ για την αποτυχία-, αρνητικά συναισθήματα, παράλληλα με την «πίστη» πως όλα κυλούν ομαλά και θα γίνουν καλύτερα. Ώσπου ζωές ολόκληρες, ακόμα και ισχυρότατων, ομορφότατων, ευφυέστατων κτλ. ανθρώπων, καταρρέουν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Μια διογκωμένη και δυσβάσταχτη απελπισία έρχεται να γεμίσει τότε το κενό, το κενό της ύπαρξης. Αυτά μαρτυρούν χιλιάδες συμπολίτες μας, αφήνοντάς μας ιχνηλάτες της απελπισίας στον σύγχρονο τρόπο ζωής με τα παρεπόμενά του.
 
Μένουμε, συνεπώς, με τους απελπισμένους. Και η ελπίδα; Κάθε άνθρωπος εγγενώς ελπίζει ή τείνει να ελπίζει σε κάτι καλύτερο, έστω κι ανεπαίσθητα. Εύκολες λύσεις είναι μωρία να ψάξει κανείς. Δυναμικά ξεπροβάλλουν, εντούτοις, οι περιπτώσεις εκείνων των ανθρώπων που εναπέθεσαν κι εναποθέτουν στον Κύριο και στην Υπεραγία Θεοτόκο τη μόνη τους ελπίδα. Και στα καλά και στα άσχημα. Εκείνοι που ταπεινώνονται εμπρός στο Θείο Μεγαλείο, γίνονται άνθη ποτισμένα τη Θεία Χάρη και καταξιώνονται να αγωνίζονται πάντα και παντού, ασφαλείς και ευτυχείς πως έχουν επενδύσει την ελπίδα τους με τον καλυτερο δυνατό τρόπο. Πώς το ξέρουν; Το ζουν! 

 
Συνάγεται, ως εκ τούτου, διττό μήνυμα. Αφενός, τις άγιες μέρες που ακολουθούν ας αδράξουμε όλοι την ευκαιρία να αναλογιστούμε τι δύναμη έχουμε ασκήσει στο έρεισμα που καλείται «Παναγία» κι αυτή, ασκώντας μας αντίδραση, πόσο μας στήριξε και μας στηρίζει. Ας αναλογιστούμε μήπως την πικράναμε ή την πικραίνουμε, τη θλίβουμε, την πονάμε, την παραγκωνίζουμε από τη ζωή μας. Με μεταμέλεια ας γυρέψουμε ξανά και ξανά την αγάπη και το χάδι της, ας επιστρέψουμε συνεσταλμένοι σε αυτή, ας ακουμπήσουμε την ελπίδα μας για κάθε νέο εγχείρημα στα χέρια της. Ας καταφύγουμε λόγοις και έργοις σε αυτήν, απενδεδυμένοι τον μανδύα της υποκρισίας που κυριαρχεί γύρω μας. Αφετέρου, απευθύνεται κάλεσμα ανοιχτό προς κάθε απελπισμένο με τον στίχο «πρς σ καταφεγω τν Κεχαριτωμνην, λπς πηλπισμνων, σύ μοι βοθησον». Η Θεοτόκος προσμένει στην ανοιχτή της αγκαλιά όλους όσους τυλίχτηκαν στο πέπλο της απελπισίας και της δυστυχίας. Ζητά να τους οδηγήσει στην ανακούφιση ως Οδηγήτρια, να τους παρηγορήσει ως Παραμυθία, να τους θεραπεύσει ως Γιάτρισσα, να παράσχει βοήθεια ως Βοηθεία, να τους μεταστρέψει προς την ουράνια χαρά ως Αλλοιώτισσα, να γλυκάνει ως Γλυκιώτισσα κάθε ταλαιπωρημένη ψυχή, να μοιραστεί το δάκρυ του πόνου ως Δακρυρροούσα, να ελευθερώσει από την απόγνωση και τα πάθη ως Ελευθερώτρια, να πλημμυρίσει με φως τη ζωή τους ως Ηλιοτόκος, να καταπαύσει τις τρικυμίες ως Κατάπαυση, να εμπνεύσει και να συμβάλει σε επιτυχίες και νίκες ζωής ως Νικοποιός, να πρεσβεύσει στον Κύριο για το έλεος και τη σωτηρία ως Μεσίτρια και Ελεούσα.

Αυτόν τον Δεκαπενταύγουστο, ας τολμήσουμε να εξετάσουμε, να αναβαπτίσουμε και να επανανοηματοδοτήσουμε τη σχέση μας με τον Θεό και την Παναγία, αφήνοντας την ελπίδα μας να ανθίζει διαρκώς στη ζωή μας ευωδιαστή και υπέρκαλλη στο πρόσωπο της Κεχαριτωμένης Μητέρας όλων!






01 Αυγούστου 2019
Λιάτσος Αλέξανδρος