Ἀγαπᾶτε τὸν Θεόν
Ὁ Πανάγαθος καὶ Πολυέλεος Θεός, ἀδελφοί μου, ἔχει πολλὰ καὶ διάφορα ὀνόματα· λέγεται καὶ φῶς, καὶ ζωή, καὶ ἀνάστασις. Ὅμως τὸ κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶναι καὶ λέγεται Ἀγάπη. Πρέπει ἡμεῖς, ἀνίσως καὶ θέλωμεν νὰ περάσωμεν καὶ ἐδῶ
καλά, νὰ πηγαίνωμεν καὶ εἰς τὸν Παράδεισον, καὶ νὰ
λέγωμεν τὸν Θεόν μας ἀγάπην καὶ πατέρα, πρέπει νὰ ἔχωμεν δυὸ ἀγάπας·
ἀγάπην εἰς τὸν Θεόν μας, καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας. Φυσικόν μας εἶναι νὰ ἔχωμεν
αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας·
παρὰ φύσιν εἶναι νὰ μὴ τὰς ἔχωμεν. Καὶ καθὼς ἕνα
χελιδόνι χρειάζεται δυὸ πτερούγας
διὰ νὰ πετᾶ εἰς τὸν ἀέρα, οὕτω καὶ ἡμεῖς χρειαζόμεθα αὐτὰς τὰς δυὸ ἀγάπας,
διότι χωρὶς αὐτῶν εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθῶμεν. Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν μας, διότι μας ἐχάρισε τόσην γῆν μεγάλην ἐδῶ νὰ
κατοικῶμεν πρόσκαιρα, τόσες
χιλιάδες φυτά, βρύσες, ποταμούς, θάλασσας, ἀέρα, ἡμέραν, νύκτα, οὐρανόν, ἥλιον κ.λ.π. Ὅλα αὐτὰ διὰ ποῖον τὰ ἔκαμεν,
εἰμὴ δι᾿ ἡμᾶς; Τί μᾶς ἐχρεώστει;
Τίποτε. Ὅλα χάρισμα· μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους, δὲν μᾶς ἔκαμε
ζῶα· μᾶς ἔκαμεν
εὐσεβεῖς ὀρθοδόξους
χριστιανούς, καὶ ὄχι ἀσεβεῖς αἱρετικούς· ἂν καὶ ἁμαρτάνουμε
χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαγχνίζεται ὡσὰν
Πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς
βάλη εἰς τὴν κόλασιν, ἀλλὰ
περιμένει τὴν μετάνοιάν
μας μὲ τὰς ἀγκάλας
ἀνοικτάς, πότε νὰ μετανοήσουμε, νὰ παύσουμε ἀπὸ τὰ
κακά, καὶ νὰ κάνουμε τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθοῦμε, νὰ διορθωθοῦμε, νὰ μᾶς ἐναγκαλισθῆ, νὰ μᾶς
βάλη εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαιρώμεθα πάντοτε.
Τώρα λοιπὸν τοιοῦτον γλυκύτατον Θεὸν καὶ Δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ τὸν ἀγαπῶμεν, καὶ ἂν
τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα
μας χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην
του, καθὼς τὸ ἔχυσε
καὶ Ἐκεῖνος
διὰ τὴν ἀγάπην
μας; Ἕνας ἄνθρωπος σὲ κράζει εἰς τὸν οἶκον του καὶ θέλει νὰ σὲ
φιλεύση ἕνα ποτήρι κρασί, καὶ πάντοτε εἰς ὅλην σου τὴν ζωὴν θὲ νὰ τὸν ἐντρέπεσαι καὶ τὸν
τιμᾶς· καὶ τὸν Θεὸν δὲν πρέπει νὰ τιμᾶς καὶ νὰ ἐντρέπεσαι, ὁποὺ σοῦ ἐχάρισε
τόσα καλὰ καὶ ἐσταυρώθηκε
διὰ τὴν ἀγάπην
σου; Ποῖος πατέρας ἐσταυρώθηκε διὰ τὰ παιδιά του καμμίαν φοράν; Καὶ ὁ γλυκύτατός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἔχυσε
τὸ αἷμά του καὶ μᾶς ἐξηγόρασεν ἀπὸ τὰς
χείρας τοῦ διαβόλου. Τώρα δὲν πρέπει καὶ ἡμεῖς νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Χριστόν μας; Ἡμεῖς ὄχι μόνον δὲν τὸν ἀγαπῶμεν, ἀλλὰ τὸν ὑβρίζομεν καθ᾿ ἡμέραν
μὲ τὰς ἁμαρτίας
ὁποὺ κάνουμε. Ἀμὴ
ποίον θέλετε νὰ ἀγαπῶμεν, ἀδελφοί μου; Νὰ ἀγαπῶμεν τὸν διάβολον, ὁποὺ μᾶς ἔβγαλεν ἀπὸ τὸν παράδεισον καὶ μᾶς ἔφερεν
εἰς τὸν κατηραμένον τοῦτον κόσμον καὶ παθαίνουμε τόσα κακά; Καὶ ἔχει προαίρεσιν ὁ διάβολος, ἂν ἠδύνατο
αὐτὴν τὴν ὥραν
νὰ μᾶς θανατώση ὅλους καὶ νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν κόλασιν, τὸ ἔκαμνε.
Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀδελφοί
μου, νὰ μοῦ εἰπῆτε ποίον πρέπει, νὰ μισοῦμεν τὸν διάβολον, τὸν ἐχθρόν
μας, ἢ ν᾿ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν μας, τὸν ποιητήν μας, τὸν πλάστην μας; - Ναί, ἅγιε τοῦ Θεοῦ. - Πολὺ καλὰ τὸ
λέγετε, νὰ ἔχω τὴν εὐχὴν
σας, καὶ ἐγὼ τὸ λέγω, μὰ καὶ ὁ Θεὸς χρειάζεται στρῶμα διὰ νὰ
καθίση· ποίον δὲ εἶναι; Ἡ ἀγάπη.
Ἂς ἔχουμε λοιπὸν καὶ ἡμεῖς τὴν ἀγάπην
εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφούς μας, καὶ τότε ἔρχεται ὁ Θεός μας καὶ μᾶς χαροποιεῖ, καὶ μᾶς
φυτεύει εἰς τὴν καρδίαν μας τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, καὶ περνοῦμε καὶ ἐδῶ καλὰ καὶ πηγαίνουμε καὶ εἰς τὸν Παράδεισον νὰ εὐφραινώμεθα πάντοτε.
Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’.
Θείας πίστεως, διδασκαλίᾳ, κατεκόσμησας τήν Ἐκκλησίαν, ζηλωτής τῶν Ἀποστόλων γενόμενος. καί κατασπείρας τά
θεῖα διδάγματα, μαρτυρικῶς τόν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Κοσμᾶ ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ´. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ὡς φωστὴρ νεόφωτος τὴν Ἐκκλησίαν,
καταυγάζεις ἅπασαν, Εὐαγγελίου διδαχαῖς, Κοσμᾶ Χριστοῦ Ἰσαπόστολε·
διὸ ἀξίως, γεραίρει τὴν μνήμην σου.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς