Κατά τήν ἡμέρα αὐτή, γίνεται ἀνάμνηση τοῦ θαύματος πού ἔγινε ἀπό τήν ἁγία Εὐφημία, ὅταν, κατά τήν ἐποχή τοῦ Βασιλέως Μαρκιανοῦ, συντάχθηκαν δύο τόμοι πού
περιεῖχαν τόν ὅρο τῆς Συνόδου, πού ἔγινε στή Χαλκηδόνα
[πρόκειται γιά τήν Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, τό 451 μ.Χ.] καί ἦταν ἕνας [τόμος] τῶν Ὀρθοδόξων καί ἕνας τῶν Μονοφυσιτῶν. Γιά νά πάψει λοιπόν ἡ ἔριδα μεταξύ τῶν δύο πλευρῶν, ἀποφασίστηκε νά τεθοῦν καί οἱ δύο τόμοι μέσα στή λάρνακα
τῆς ἁγίας Εὐφημίας, γιά νά φανεῖ ποιόν ἀπό τούς δύο θά δεχτεῖ ἡ Ἁγία. Μετά τήν ἀποσφράγιση τῆς λάρνακας, βρέθηκε ὁ μέν τῶν αἱρετικῶν τόμος στά πόδια τῆς Ἁγίας πεταμένος, ὁ δέ τῶν ὀρθοδόξων στό στῆθος της».
Ἀπολυτίκιο Ἁγίας Εὐφημίας: Ἦχος γ’. Θείας πίστεως
Λίαν εὔφρανας, τούς Ὀρθοδόξους, καί κατῄσχυνας τούς κακοδόξους, Εὐφημία Χριστοῦ καλλιπάρθενε. Τῆς γάρ Τετάρτης Συνόδου ἐκύρωσας ἅ οἱ Πατέρες καλῶς ἐδογμάτισαν.
Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.
Η αγία Ευφημία επισκέφθηκε τον Γέροντα Παΐσιο
«Ὴταν
στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο
πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο
Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς
με την καλή έννοια». -Ποιός, Γέροντα;
-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και
με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω. -Τί συμβαίνει, Γέροντα; -Θα σου πω, αλλά μην
το πης σε κανέναν. Του διηγήθηκε τότε το έξης: «Είχα γυρίσει από τον κόσμο,
όπου είχα βγη για ένα εκκλησιαστικό θέμα. Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί,
ήμουν μέσα στο Κελλί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια
γυναικεία φωνή να λέη: «Δι΄ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Σκέφθηκα: «Πώς βρέθηκε
γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και
ρώτησα: -Ποιος είναι; -Η Ευφημία, απαντά.
Σκεφτόμουν, «ποιά Ευφημία; Μήπως καμμιά
γυναίκα έκανε καμμιά τρέλλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τί να κάνω;».
Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», απαντά και πάλι. Σκέφτομαι και
δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά πού χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, πού είχε
σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελλί μου και
βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνώδευε κάποιος, πού έμοιαζε με τον
Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν
είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποιά είναι· -Η μάρτυς Ευφημία, απαντά. -Αν είσαι η μάρτυς
Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και σύ.
Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια
λέγοντας: «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Καὶ τοῦ Υἱοῦ». «Καὶ τοῦ Υἱοῦ», είπε με ψιλή φωνή. -Πιο
δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατώτερα. Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο
έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελλί μου. Στην άρχή
παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της
Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελλιού μου. Αφού
προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά -«Καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»- μετά είπα: «Τώρα, νὰ σὲ προσκυνήσω καὶ ἐγώ».
Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο
πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.
Ύστερα κάθησε η Αγία στο σκαμνάκι και
εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία πού είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα).
Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μία αγία Ευφημία, αλλά τον
βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα,
αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πά, πά, πά! -Πώς άντεξες τέτοια
μαρτύρια; ρώτησα.
-Αν ήξερα τί δόξα έχουν οι Άγιοι, θα
έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.

Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με
ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με
απασχολούσε εκείνο τον καιρό ένα θέμα πού είχε σχέση με την κατάσταση της
Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους». Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς
αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πης ήταν καμμία…
(εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».
Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση
συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις εὐφημιῶν ἄσμασιν
εὐφημήσωμεν τὴν Εὐφημίαν, τὴν καταδεχθεῖσαν ἀπό ἄνωθεν καὶ ἐπισκεφθείσασαν
κάτοικον μοναχόν ἐλεεινόν ἐν τῆ Καψάλα. Ἐκ τρίτου τὴν θύραν πάλιν τοῦ ἔκρουσε
τετάρτη ἠνοίχθη μόνη ἐκ θαύματος καὶ εἰσελθοῦσα μὲ οὐράνιον
δόξαν, τοῦ Χριστοῦ ἡ
Μάρτυς, προσκυνοῦντες ὁμοῦ Τριάδα τὴν Ἁγίαν».
Και ένα εξαποστειλάριο κατά το «Τοῖς μαθηταῖς συνέλθωμεν…», πού άρχιζε:
«Μεγαλομάρτυς ἔνδοξε τοῦ Χριστοῦ Εὐφημία,
σ’ ἀγαπῶ πολύ-πολύ μετά τὴν Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε
για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως) Παρά την συνήθειά του βγήκε
πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με
την βοήθειά του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του
εμφανίσθηκε.
Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της
εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη, με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια
και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές, εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το
σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε:
«Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως
επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».
Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος
Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228 Έκδοσις Καλύβης Αναστάσεως,
Καψάλα, Άγιον Όρος, Άγιον Όρος, 2004.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἐν τῇ ἀθλήσει
σου καλῶς ἠγωνίσω, καὶ μετὰ θάνατον ἡμᾶς ἁγιάζεις, ταῖς τῶν θαυμάτων βλύσεσι Πανεύφημε, ὅθεν σου τὴν κοίμησιν, τὴν ἁγίαν τιμῶμεν, πίστει παριστάμενοι, τῷ σεπτῷ σου λειψάνῳ, ἵνα ῥυσθῶμεν νόσων ψυχικῶν, καὶ τῶν
θαυμάτων τὴν χάριν ἀντλήσωμεν.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς