Η Αγία Μεγαλομάρτυς Ευφημία (11 Ιουλίου)


 Κατά τήν μέρα ατή, γίνεται νάμνηση το θαύματος πού γινε πό τήν γία Εφημία, ταν, κατά τήν ποχή το Βασιλέως Μαρκιανο, συντάχθηκαν δύο τόμοι πού περιεχαν τόν ρο τς Συνόδου, πού γινε στή Χαλκηδόνα [πρόκειται γιά τήν Δ΄ Οκουμενική Σύνοδο, τό 451 μ.Χ.] καί ταν νας [τόμος] τν ρθοδόξων καί νας τν Μονοφυσιτν. Γιά νά πάψει λοιπόν ριδα μεταξύ τν δύο πλευρν, ποφασίστηκε νά τεθον καί ο δύο τόμοι μέσα στή λάρνακα τς γίας Εφημίας, γιά νά φανε ποιόν πό τούς δύο θά δεχτε γία. Μετά τήν ποσφράγιση τς λάρνακας, βρέθηκε μέν τν αρετικν τόμος στά πόδια τς γίας πεταμένος, δέ τν ρθοδόξων στό στθος της».




πολυτίκιο γίας Εφημίας: χος γ’. Θείας πίστεως
Λίαν εφρανας, τούς ρθοδόξους, καί κατσχυνας τούς κακοδόξους, Εφημία Χριστο καλλιπάρθενε. Τς γάρ Τετάρτης Συνόδου κύρωσας ο Πατέρες καλς δογμάτισαν. Μάρτυς νδοξε, Χριστόν τόν Θεόν κέτευε δωρήσασθαι μν τό μέγα λεος.





Η αγία Ευφημία επισκέφθηκε τον Γέροντα Παΐσιο

«ταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμβανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις. Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια». -Ποιός, Γέροντα;

-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω. -Τί συμβαίνει, Γέροντα; -Θα σου πω, αλλά μην το πης σε κανέναν. Του διηγήθηκε τότε το έξης: «Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγη για ένα εκκλησιαστικό θέμα. Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελλί μου και έκανα τις Ώρες. Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέη: «Δι΄ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Σκέφθηκα: «Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα: -Ποιος είναι; -Η Ευφημία, απαντά.

Σκεφτόμουν, «ποιά Ευφημία; Μήπως καμμιά γυναίκα έκανε καμμιά τρέλλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τί να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω: «Ποιος είναι;». «Η Ευφημία», απαντά και πάλι. Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά πού χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, πού είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελλί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνώδευε κάποιος, πού έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποιά είναι·  -Η μάρτυς Ευφημία, απαντά. -Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνης και σύ.

Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Ες τ νομα το Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Κα το Υο». «Κα το Υο», είπε με ψιλή φωνή. -Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατώτερα. Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελλί μου. Στην άρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελλιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά -«Κα το γίου Πνεύματος»- μετά είπα: «Τώρα, ν σ προσκυνήσω κα γώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.

Ύστερα κάθησε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία πού είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα). Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μία αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πά, πά, πά! -Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα. 

-Αν ήξερα τί δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.

Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία». Σε επιστολή του ο άγιος Γέροντας αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστή μου και χωρίς να είχε καμμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…».


Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ένα θέμα πού είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους». Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια; Να πης ήταν καμμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».

Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις εφημιν σμασιν εφημήσωμεν τν Εφημίαν, τν καταδεχθεσαν πό νωθεν κα πισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν λεεινόν ν τ Καψάλα. κ τρίτου τν θύραν πάλιν το κρουσε τετάρτη νοίχθη μόνη κ θαύματος κα εσελθοσα μ οράνιον δόξαν, το Χριστο Μάρτυς, προσκυνοντες μο Τριάδα τν γίαν».

Και ένα εξαποστειλάριο κατά το «Τος μαθητας συνέλθωμεν…», πού άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς νδοξε το Χριστο Εφημία, σ’ γαπ πολύ-πολύ μετά τν Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως) Παρά την συνήθειά του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθειά του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε.

Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη, με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές, εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνη τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».

Πηγή: Ιερομονάχου Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, σελίδες: 224-228 Έκδοσις Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλα, Άγιον Όρος, Άγιον Όρος, 2004.
 




Κοντκιον. χος δ’. ψωθείς ν τ Σταυρ.
ν τ θλήσει σου καλς γωνίσω, κα μετ θάνατον μς γιάζεις, τας τν θαυμάτων βλύσεσι Πανεύφημε, θεν σου τν κοίμησιν, τν γίαν τιμμεν, πίστει παριστάμενοι, τ σεπτ σου λειψάν, να υσθμεν νόσων ψυχικν, κα τν θαυμάτων τν χάριν ντλήσωμεν.

κ τς ερς Μονς