Κυριακή ΣΤ’ από του Πάσχα – Του τυφλού (Ιωάν. θ΄ 1-38)


 «…να φανερωθ τ ργα το Θεο ν ατ» (9,3)



Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, για ν’ αναδημιουργσει και ν’ αναπλσει τον άνθρωπο. Δεν πήγε ο τυφλός τον Ιησού, αλλά ο Ιησούς τον τυφλό, είδε την ανγκη και τον θρήνο του και επιμελείται τη θεραπεα του. Ως ιατρός των ψυχών και των σωμάτων και από την άμετρη φιλανθρωπία Του έρχεται πρώτος να συναντήσει τον τυφλό κι επιτελεί το μοναδικό αυτό θαύμα ανοίγει τα μάτια του σώματος και της ψυχής του. Χρίει με πηλό τα μάτια του, φανερώνοντας ότι είναι ο Δημιουργός του ανθρώπου, θυμίζοντας και τη δημιουργία του Αδάμ. Στη συνέχεια, ζητά από τον τυφλό να πάει στην κολυμβήθρα να πλυθεί, για να φανεί και η δική του πίστη.

Με την πρώτη επαφή του με τον Χριστό, του αποκαλύφθηκε η αλθεια, φωτίσθηκε η ψυχή του και οδηγήθηκε στη σωτηρία, διακηρύττοντας: «πιστεω Κριε· κα προσεκνησεν ατ».


 Ο Ιησούς Χριστός είναι το φως, η αλήθεια και η ζω. «Έγ εμι τ φς το κσμου· κολουθν μο ο μ περιπατσ ν τ σκοτίᾳ, λλ’ ξει τ φς τς ζως» (Ιων. 8, 12) Το θαύμα στον τυφλό αποκάλυψε ότι ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου και διαλύει το πνευματικό σκοτάδι. Ο άνθρωπος που κατανοεί την πνευματική του τυφλότητα, φωτίζεται εσωτερικά, προσέρχεται με αληθινή πίστη στον Πολυεύσπλαχνο Χριστό και ζει το προσωπικό του θαύμα. Επομένως η θεραπεία επιτυγχάνεται με την πίστη στη θεότητα Του, ελέγχοντας τους Φαρισαίους που δεν παραδέχθηκαν τα λόγια του Χριστού και δεν ανταποκρίθηκαν στην επίσκεψή Του. Δεν κατέθεσαν ταπείνωση και πίστη. «Ἐάν τις διψ, ρχσθω πρς με κα πιντω. πιστεων ες μ, καθς επεν γραφ, ποταμο κ τς κοιλας ατο ρεσουσιν δατος ζντος» (Ιω. 7, 37-38).

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ένιωσε τη μεγάλη αξία του θείου Φωτός και παρακαλούσε ταπεινά: «φώτισόν μου το σκότος». Είναι ανάγκη να ανοίξει ο Χριστός, το Φως το Αληθινό, τα πνευματικά μας μάτια και φωτιζόμενοι να το βλέπουμε και να Τον δοξάζουμε, στον παρόντα και στον μέλλοντα αιώνα. Αμήν.


Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!





χος δ’. πεφάνης σήμερον.
Τς ψυχς τ μματα πεπηρωμένος, σο Χριστ προσέρχομαι, ς τυφλς κ γενετς, ν μετανοί κραυγάζων σοι· Σ τν ν σκότει τ φς τ πέρλαμπρον.




Μεγαλυνριον.
νοιξας Σωτήρ μου τος φθαλμούς, το τυφλο κ μήτρας, ς φιλάνθρωπος πλαστουργός, το πηλο τ χρήσει, κα Σιλωμ τ νίψει· διό σε μολόγει, Θεν κα Κύριον.




κ τς ερς Μονς