«…ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ» (9,3)
Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, για ν’
αναδημιουργήσει και ν’
αναπλάσει τον άνθρωπο. Δεν πήγε ο
τυφλός τον Ιησού, αλλά ο Ιησούς τον τυφλό, είδε την ανάγκη και τον θρήνο του και επιμελείται τη
θεραπεία του. Ως ιατρός των ψυχών
και των σωμάτων και από την άμετρη φιλανθρωπία Του έρχεται πρώτος να συναντήσει
τον τυφλό κι επιτελεί το μοναδικό αυτό θαύμα ανοίγει τα μάτια του
σώματος και της ψυχής του. Χρίει με πηλό τα μάτια του, φανερώνοντας ότι είναι ο
Δημιουργός του ανθρώπου, θυμίζοντας και τη δημιουργία του Αδάμ. Στη συνέχεια,
ζητά από τον τυφλό να πάει στην κολυμβήθρα να πλυθεί, για να φανεί και η δική
του πίστη.
Με την πρώτη επαφή του με τον Χριστό,
του αποκαλύφθηκε η αλήθεια,
φωτίσθηκε η ψυχή του και οδηγήθηκε στη σωτηρία, διακηρύττοντας: «πιστεύω Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ».
Ο Ιησούς Χριστός είναι το φως, η αλήθεια
και η ζωή. «Έγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου·
ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ
περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ιωάν. 8, 12) Το θαύμα στον τυφλό αποκάλυψε
ότι ο Χριστός είναι το Φως του κόσμου και διαλύει το πνευματικό σκοτάδι. Ο
άνθρωπος που κατανοεί την πνευματική του τυφλότητα, φωτίζεται εσωτερικά,
προσέρχεται με αληθινή πίστη στον Πολυεύσπλαχνο Χριστό και ζει το προσωπικό του
θαύμα. Επομένως η θεραπεία επιτυγχάνεται με την πίστη στη θεότητα Του,
ελέγχοντας τους Φαρισαίους που δεν παραδέχθηκαν τα λόγια του Χριστού και δεν
ανταποκρίθηκαν στην επίσκεψή Του. Δεν κατέθεσαν ταπείνωση και πίστη. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω
πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ιω. 7, 37-38).
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς ένιωσε τη
μεγάλη αξία του θείου Φωτός και παρακαλούσε ταπεινά: «φώτισόν μου το σκότος».
Είναι ανάγκη να ανοίξει ο Χριστός, το Φως το Αληθινό, τα πνευματικά μας μάτια
και φωτιζόμενοι να το βλέπουμε και να Τον δοξάζουμε, στον παρόντα και στον
μέλλοντα αιώνα. Αμήν.
Χριστός Ανέστη! Αληθώς Ανέστη!
Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τῆς
ψυχῆς τὰ ὄμματα
πεπηρωμένος, σοὶ Χριστὲ προσέρχομαι, ὡς ὁ τυφλὸς ἐκ
γενετῆς, ἐν μετανοίᾳ κραυγάζων σοι· Σὺ τῶν ἐν σκότει τὸ φῶς τὸ ὑπέρλαμπρον.
Μεγαλυνάριον.
Ἤνοιξας Σωτήρ μου τοὺς ὀφθαλμούς,
τοῦ τυφλοῦ ἐκ
μήτρας, ὡς φιλάνθρωπος πλαστουργός,
τοῦ πηλοῦ τῇ
χρήσει, καὶ Σιλωὰμ τῇ νίψει· διό σε ὡμολόγει, Θεὸν καὶ Κύριον.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς