Τήν τρίτη Κυριακή ἀπὸ τὸ Πάσχα, ἑορτάζομε τὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων γυναικῶν Μυροφόρων καὶ τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τὴν Ἀριμαθαία, ὁ ὁποῖος ἦταν μαθητὴς κρυμμένος, καὶ τοῦ νυκτερινοῦ μαθητοῦ Νικοδήμου.
«Ἠγόρασαν ἀρώματα... καὶ λίαν πρωΐ ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον»
Στην κοινή εορτή των μαθητών του Κυρίου
Ιωσήφ και Νικοδήμου και των Μυροφόρων γυναικών, θαυμάζουμε την τόλμη και την
ανδρεία, την ευαισθησία και την αφοσίωση, την πιστότητα και τη συνέπεια, αλλά
προπάντων την ακλόνητη αγάπη τους στο πρόσωπο του Χριστού κατά το Θείο Δράμα.
Όταν η καρδιά νιώθει ζωντανή την παρουσία του Θεού, όταν διακατέχεται από θερμή
πίστη και αγάπη στο πρόσωπό Του, τότε οπλίζεται με την ενέργεια της θείας Χάριτος
και φθάνει στη θυσία.
Όλες οι μυροφόρες υπήρξαν πρότυπα αγίου
βίου και αμώμου. Η γνωριμία με τον Κύριο τις είχε εξαγιάσει. Δεν φοβούνται
τίποτε και κανέναν. Με πολύτιμα αρώματα, πλησίασαν το μνημείο, όπου ετάφη ο
Ιησούς, για να αλείψουν το πανάχραντο σώμα Του. Στο βωμό της βαθιάς και
απόλυτης αγάπης τους, καίει ο λιβανωτός της θυσίας και της τόλμης. Και ο Κύριος
ανταμείβει τη μεγάλη αγάπη και την αγία αφοσίωση. Τις αξιώνει, αυτές πρώτες να
ακούσουν από το αγγελικὸ στόμα το
χαρμόσυνο άγγελμα της Αναστάσεως.
Ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος ήταν άρχοντες
των Ιουδαίων αλλά και κρυφοί μαθητές, οι οποίοι τολμούν να εμφανισθούν ως
πρόσωπα του περιβάλλοντος του Χριστού, την ώρα που Εκείνος ήταν κρεμασμένος στο
Σταυρό. Όταν όλοι οι Μαθητές τράπηκαν σε φυγή και Τον εγκατέλειψαν, ο
θερμόαιμος Πέτρος Τον αρνήθηκε μπροστά σε μία παιδίσκη και ο απελπισμένος
Ιούδας Τον πρόδωσε, τότε εκείνοι τολμούν να ζητήσουν από τον Ρωμαίο ηγεμόνα να
ενταφιάσουν το σώμα του Χριστού και έτσι γίνονται αψευδείς μάρτυρες του θανάτου
και της ταφής Του.
Ο Ιωσήφ ήταν το πρόσωπο που πίστεψε στον
ερχομό της Βασιλείας του Θεού, όπως πληροφορεί ο Ιερός Ευαγγελιστής: «ὅς καὶ αὐτός ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Μαρκ. 15,43) και «ὤν μαθητής τοῦ Ἰησοῦ» (Ἰω. 19,38.)
Και ο Νικόδημος, αναφέρει χαρακτηριστικά
ο ιερός Ευαγγελιστής Ιωάννης: «οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτόν νυκτός καὶ εἶπεν αὐτῶ· Ραββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπό Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος· οὐδείς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἅ σὺ ποιεῖς, ἐάν μὴ ἦ ὁ Θεός μετ’ αὐτοῦ». (Ἰω. 3,2)
Η συνάντηση του Νικοδήμου με τον Χριστό
πραγματοποιήθηκε «ἐν καιρῶ νυκτός». Τον προσήγγισε
μόνος του για να ακούσει από το στόμα του Ιησού ρήματα ζωής αιωνίου και ν’
αναγεννηθεί άνωθεν, σύμφωνα με το λόγο του Χριστού: «ἐάν μὴ τις γεννηθῆ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Ἰω. 3,3). Αυτή η σωτήρια συνάντηση
αποτυπώνεται στους ποιητικούς στίχους:
Ο ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ
Απόψε θα ’ρθω Κύριε, απόψε αργά το
βράδυ.
Σαν τον Νικόδημο θα ’ρθω, στης νύχτας το
σκοτάδι!
Αργά θε’ να ’ρθω Κύριε, όχι γιατί
φοβούμαι
τους φαρισαίους τους κακούς μα πρέπει
συλλογούμαι.
Τα πάθη όλα της ψυχής μου πρώτα να τα
κοιμήσω,
λευκό χιτώνα να ντυθώ και ύστερα να
κινήσω!
Και θέλω στ’ ακροποδητά να κάθομαι σιμά
Σου,
Γλυκιέ Ραββί, να Σε κοιτώ μες τη θερμή
ματιά Σου!
Και τη λαλιά την όμορφη, περίσσια να
χορταίνω
κι αφήνοντας δρόμους παλαιούς,
καινούργιους να μαθαίνω!
Σήκω ψυχή, ξεκίνησε κι είναι φτασμένη η
ώρα!
Κοντεύουν τα μεσάνυχτα, προχώρα πια
προχώρα!
Και ξάγρυπνος ν’ ακούς και να ρωτάς και
να μαθαίνεις.
Απόψε θα 'ρθω Κύριε και να με
περιμένεις!
Κάθισμα τῆς Ἑορτῆς (Ὀκτωήχου). Ἦχος β'.
Τῶν
Μαθητῶν σου ὁ χορός, σὺν Μυροφόροις γυναιξίν, ἀγάλλεται
συμφώνως· κοινὴν γὰρ ἑορτὴν σὺν αὐταῖς ἑορτάζουσιν, εἰς δόξαν καὶ τιμὴν τῆς σῆς Ἀναστάσεως, καὶ δι' αὐτῶν βοῶμέν σοι, Φιλάνθρωπε Κύριε, τῷ λαῷ σου παράσχου τὸ μέγα ἔλεος.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς