Περί
φιλαργυρίας (καθώς και περί ακτημοσύνης)

Ο φιλόξενος και ο φιλάργυρος
συναντήθηκαν. Και ο δεύτερος αποκαλούσε τον πρώτο αδιάκριτο και ασύνετο. Όποιος
νίκησε το πάθος αυτό, έπαυσε να έχει μέριμνες. Όποιος είναι δεμένος μαζί του,
ποτέ δεν θα κάνη καθαρά προσευχή. Αρχή της φιλαργυρίας, η πρόφαση της
ελεημοσύνης. Τέλος δε αυτής, το μίσος προς τους πτωχούς. Έως ότου κάποιος
συγκεντρώσει τα χρήματα, κάνει ελεημοσύνες. Όταν όμως τα συγκεντρώσει, σφίγγουν
τα χέρια του.
Είδα ανθρώπους πτωχούς ως προς τα
χρήματα, οι οποίοι πλούτισαν στη ζωή των «πτωχῶν τῷ πνεύματι»· δηλαδή πλούτισαν στην
μοναχική ζωή. Και έπαυσαν πλέον να ενθυμούνται την προηγούμενη πτωχεία τους. Ο
φιλοχρήματος μοναχός είναι ξένος προς την ακηδία (!), ενθυμούμενος κάθε ώρα τον
αποστολικό λόγο «ὁ ἀργός μηδέ ἐσθιέτω» (Β´ Θεσ. γ´ 10), καθώς και το «Αἱ χεῖρες αὖται διηκόνησαν ἐμοί τοῖς σὺν ἐμοί»!
(Πράξ. κ´ 34).
Η ακτημοσύνη είναι απαλλαγή από τις
φροντίδες, αμεριμνία βίου, οδοιπορία ανεμπόδιστη, αποξένωση από την λύπη, πίστη
στις εντολές του Θεού. Ο ακτήμων μοναχός είναι κύριος όλου του κόσμου. Έχει
αναθέσει στον Θεό την φροντίδα του, και με την πίστη του αυτή τους έχει όλους
δούλους του. Δεν θα μιλήσει σε άνθρωπο για ανάγκες του. Όλα δε όσα του προσφέρονται,
τα δέχεται σαν από το χέρι του Κυρίου. Ο ακτήμων εργάτης της αρετής είναι υιός
της απροσπάθειας, και αυτά που έχει, θεωρεί σαν να μην τα έχει. Όταν ήλθε η ώρα
της αναχωρήσεως για την άσκηση, τα θεώρησε όλα σαν σκύβαλα. Εάν όμως λυπάται
για κάποιο πράγμα, σημαίνει ότι δεν έγινε ακόμα ακτήμων. Ο ακτήμων άνθρωπος
έχει καθαρά προσευχή, ενώ ο φιλοκτήμων προσεύχεται έχοντας τον νου του σε υλικά
πράγματα.
Όσοι ζουν ως υποτακτικοί, είναι ξένοι
προς την φιλαργυρία. Διότι εκείνοι που και το σώμα ακόμη παρέδωσαν, τι κρατούν
λοιπόν ως ιδικό τους; Αυτοί σε ένα μόνο σημείο υστερούν: παρουσιάζονται εύκολοι
και έτοιμοι σε τοπικές μετακινήσεις. Είδα υλική περιουσία που έκανε μερικούς
μοναχούς να παραμένουν υπομονητικά στον τόπο τους. Εγώ δε περισσότερο απ’ αυτούς
μακάρισα εκείνους που περιπλανώνται για την αγάπη του Κυρίου. Όποιος γεύθηκε τα
ουράνια, εύκολα καταφρονεί τα επίγεια. Ο άγευστος όμως εκείνων αγάλλεται με τα
γήϊνα υπάρχοντά του.
Όποιος ασκεί ακτημοσύνη χωρίς λόγο και
πνευματική βάση, υφίσταται δύο αδικίες: και από τα παρόντα απέχει και τα
μέλλοντα στερείται. Ας μη φανούμε λοιπόν πιο άπιστοι από τα πτηνά, που ούτε
μεριμνούν ούτε συγκεντρώνουν τροφές (Ματθ. ς´ 26). Μέγας είναι εκείνος που απαρνείται
κατά τρόπον θεάρεστο τα χρήματα. Άγιος είναι όμως εκείνος που απαρνείται το
ιδικό του θέλημα. Ο μεν πρώτος θα λάβει εκατονταπλάσια είτε με χρήματα είτε με
χαρίσματα. Ο δε δεύτερος θα κληρονομήσει ζωήν αιώνιον.
Δεν θα λείψουν τα κύματα από την
θάλασσα. Ούτε από τον φιλάργυρο η οργή και η λύπη. Όποιος καταφρονεί τα υλικά,
απηλλάγη από τις δικαιολογίες και τις αντιλογίες, ενώ ο φιλοκτήμων και για μία
βελόνα ακόμη αγωνίζεται μέχρι θανάτου. Η ακλόνητη πίστη θα περιορίσει τις
μέριμνες, ενώ με την μνήμη του θανάτου κατορθώνεται ακόμη και η απάρνηση του
σώματος. Στον Ιώβ δεν υπήρχε ίχνος φιλαργυρίας· γι’ αυτό και όταν τα στερήθηκε
όλα, έμεινε ατάραχος.

Ένα βραβείο ακόμη! Όποιος το κατέκτησε
προχωρεί σαν άυλος προς τον ουρανό. Δεκάτη έκτη πάλη! Όποιος νίκησε σ’ αυτήν, ή
έχει αποκτήσει αγάπη ή έπαυσε να έχει μέριμνες.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς