Μεγάλη Παρασκευή (2019)


Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής ψάλλονται οι Ώρες και η Αποκαθήλωση και το βράδυ η ακολουθία του όρθρου του Μεγάλου Σαββάτου. Στην ακολουθία αυτή επιτελείται η ταφή, η εις Άδου Κάθοδος του Χριστού και η ανάσταση του ανθρωπίνου γένους. Αυτή η θεολογική πεποίθηση συναντάται στην ορθόδοξη εικονογραφική παράσταση της Αναστάσεως του Ιησού, με τη συνανάσταση  των πρωτοπλάστων.
 

Η κτίση συμπάσχει με το Πάθος του Κτίστου της. Ο ήλιος κρύβει τις ακτίνες του. Η γη σείεται και το καταπέτασμα του ναού σχίζεται στα δύο «από άνωθεν έως κάτω» (Ματθ. 27,51). Ο Σωτήρας θανατώνεται. Και ο από Αριμαθαίας Ιωσήφ, κρυφός μαθητής του Χριστού, παρουσιάζεται στον Πιλάτο, για να ζητήσει το νεκρό σώμα του Διδασκάλου: «Δος μοι τούτον τον ξένον, τον εκ βρέφους ως ξένον ξενωθέντα, εβόα δος μοι τούτον τον ξένον, ον ομόφυλοι μισούντες θανατούσιν ως ξένον».




διόμελο Μεγάλης Παρασκευς

[Γεωργίου Ακροπολίτου (1217-1282) ιστορικού,
ψαλλόμενο στ Λιτανεία το πιταφίου τή Μεγάλη Παρασκευή.]

«Τν λιον κρψαντα τς δας κτνας, κα τ καταπτασμα το ναο διαρραγν, τ το Σωτρος θαντ, ωσφ θεασμενος, προσλθε τ Πιλτ  κα καθικετεει λγων·
Δς μοι τοτον τν ξνον, τν κ βρφους ς ξνον ξενωθντα ν κσμ·
δς μοι τοτον τν ξνον, ν μφυλοι μισοντες θανατοσιν ς ξνον·
δς μοι τοτον τν ξνον, ν ξενζομαι βλπειν το θαντου τ ξνον·
δς μοι τοτον τν ξνον, στις οδεν ξενζειν τος πτωχος τε κα ξνους·
δς μοι τοτον τν ξνον, ν βραοι τ φθν πεξνωσαν κσμ·
δς μοι τοτον τν ξνον, να κρψω ν τφ, ς ς ξνος οκ χει
τν κεφαλν πο κλίν·       
δς μοι τοτον τν ξνον, ν Μτηρ καθορσα νεκρωθντα βα·
Υἱὲ κα Θε μου, ε κα τ σπλγχνα τιτρσκομαι, κα καρδαν σπαρττομαι, νεκρν σε καθορσα, λλ τ σ ναστσει θαρροσα μεγαλνω.
Κα τοτοις τονυν τος λγοις δυσωπν τν Πιλτον εσχμων λαμβνει το Σωτρος τ σμα, κα φβ ν σινδνι νειλσας κα σμρν, κατθετο ν τφ τν παρχοντα πσι ζων αἰώνιον, κα τ μγα λεος».




Απόδοση στη Ν.Ε.
«ταν ωσήφ εδε τόν λιο νά κρύβει τίς κτίνες του καί τό καταπέτασμα το ναο νά σχίζεται μέ τό θάνατο το Σωτρος, πισκέφθηκε τόν Πιλτο καί τόν παρακαλε μέ τοτα τά λόγια:
Δός μου ατόν τόν ξένο, πού πό βρέφος κόμη ζοσε σ’ ατό τόν κόσμο, ς ποξενωμένος καί περιπλανώμενος.
Δός μου ατόν τόν ξένο, πού κπλήττομαι, ταν βλέπω τόν παράξενο θάνατό Του.
Δός μου ατόν τόν ξένο, πού γνωρίζει νά πηρετε καί νά φιλοξενε τούς φτωχούς καί τούς ξένους.
Δός μου ατόν τόν ξένο, πού ο βραοι πό φθόνο Τόν ποξένωσαν  πό τόν κόσμο.
Δός μου ατόν τόν ξένο, γιά νά Τόν κρύψω στόν τάφο, φο ς ξένος δέν χει πο νά κουμπήσει τήν Κεφαλή Του.
Δός μου ατόν τόν ξένο, πού, ταν Μητέρα Του Τόν βλεπε νεκρό φώναζε δυνατά: ! Υέ καί Θεέ μου, ν καί πόνος ξεσχίζει τά σπλάγχνα καί τήν καρδιά μου, ταν Σέ βλέπω νεκρό, μως παίρνω θάρρος πό τήν νάστασή Σου καί Σέ δοξάζω.

Καί με ατά τά λόγια, εσχήμων ωσήφ παρακαλοσε πίμονα τόν Πιλτο καί λαβαίνει τό Σμα το Σωτρα. φο τό τύλιξε μέ ελάβεια σέ σεντόνι καί λειψε μέ ρώματα, κατέθεσε στόν τάφο Ατόν, πού παρέχει σέ λους τούς νθρώπους τήν αώνια ζωή καί τό μέγα λεος».




κ τς ερς Μονς