(Ψάλλεται η ακολουθία του όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας)
«Τήν ὥραν, ψυχή, τοῦ τέλους ἐννοήσασα καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα, τό δοθέν σοι τάλαντον
φιλοπόνως ἔργασαι, ταλαίπωρε, γρηγοροῦσα καί κράζουσα. Μή μείνωμεν
ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ».
«Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις,
συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καὶ συσταυρωθῶμεν…»
Ἐρχόμενος
ὁ Κύριος, πρὸς τὸ ἑκούσιον Πάθος, τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὁδῷ. Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ παραδοθήσεται ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, καθώς γέγραπται περὶ αὐτοῦ. Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ, καὶ συσταυρωθῶμεν, καὶ νεκρωθῶμεν δι' αὐτόν,
ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ, καὶ ἀκούσωμεν
βοῶντος αὐτοῦ, οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ, διὰ τὸ
παθεῖν· ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρά
μου, καὶ Πατέρα ὑμῶν,
καὶ Θεόν μου, καὶ Θεὸν ὑμῶν, καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
(Στιχηρό Αἴνων Ὄρθρου Μεγάλης Δευτέρας)
(=Ενώ ο
Κύριος εβάδιζε προς το Πάθος, το οποίον θα υφίστατο με την θέλησίν Του, έλεγε
καθ’ οδόν εις τους αποστόλους: Ιδού αναβαίνομεν εις τα Ιεροσόλυμα και ο Υιός
του ανθρώπου θα παραδοθή (εις εκείνους που θα τον θανατώσουν), όπως έχει γραφή
περί αυτού (εις τας προφητείας της Παλαιάς Διαθήκης). Εμπρός λοιπόν και ημείς,
αφού καθαρίσωμεν τας διανοίας μας (από πάσαν κακήν σκέψιν), ας βαδίσωμεν μαζί
με Αυτόν και ας σταυρωθώμεν μαζί Του και χάριν Αυτού ας νεκρώσωμεν τον εαυτόν
μας ως προς τας ηδονάς του βίου, δια να ζήσωμεν αιωνίως μαζί με Αυτόν και να
Τον ακούσωμεν να λέγη (μετά την Ανάστασίν Του): Δεν αναβαίνω πλέον εις την
επίγειον Ιερουσαλήμ δια να υποστώ θυσίαν, αλλ’ αναβαίνω εις τον ουράνιον Πατέρα
μου και Πατέρα σας και Θεόν μου και Θεόν σας και ανυψώνω μαζί μου και εσάς εις
την Άνω Ιερουσαλήμ, η οποία ευρίσκεται εν τη Βασιλεία των ουρανών.)
Πηγή:
ΕΡΜΗΝΕΙΑ από π. Επιφάνο Θεοδωρόπουλο,
εκδ.
Αποστολικής Διακονίας Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς