«Ψυχή μου,
ψυχή μου, ἀνάστα, τί
καθεύδεις;
τὸ τέλος ἐγγίζει καὶ μέλλεις θορυβεῖσθαι
ἀνάνηψον οὖν ἵνα φείσηταί σου Χριστός ὁ Θεός,
ὁ πανταχοῦ παρών καὶ τὰ πάντα πληρῶν.»
Τον Μέγα Κανόνα τον συνέθεσε ο άγιος
Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης, αρχιεπίσκοπος Κρήτης, αξιόλογος εκπρόσωπος της
εκκλησιαστικής ποιήσεως. Είναι ένας υπέροχος και κατανυκτικότατος ύμνος, ο
οποίος ψάλλεται την Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τμηματικά την Καθαρή Εβδομάδα και
ολόκληρος την Πέμπτη της Ε΄ εβδομάδας της Μ. Τεσσαρακοστής. Σκοπός της
Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι να οδηγήσει τους πιστούς σε νήψη, συντριβή και
συναίσθηση της αμαρτωλότητος και μετάνοια προσεγγίζοντας τη Μεγάλη Εβδομάδα των
Παθών του Κυρίου. Είναι ο κατ’ εξοχήν ύμνος της μετανοίας και της εξομολόγησης.
Ο Κανών αυτός ονομάζεται μέγας, διότι
έχει πλήθος τροπαρίων και είναι εκτενέστερος όλων των άλλων Κανόνων της
Ορθοδόξου Υμνογραφίας. Οι άλλοι Κανόνες έχουν συνήθως τρία ή τέσσερα τροπάρια
σε κάθε ωδή, αυτός έχει άνω των 20 τροπαρίων σε κάθε ωδή. Η Β’ ωδή έχει 41
τροπάρια. Συνολικά τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα είναι 250 και οι ειρμοί 11. Ο
Κανών ψάλλεται σε ήχο πλάγιο του Β΄. Είναι κατανυκτικός και γλυκύτατος,
εκφράζει το πένθος και τη βαθιά συντριβή της ψυχής και αποπνέει τη μετάνοια για
το βάρος της αμαρτίας και την αποστασία του ανθρώπου από το Θεό. Τελικά το
πένθος και ο θρήνος αυτός της ψυχής διά της μετανοίας ανοίγει το δρόμο της
επιστροφής στην αγκαλιά του Θεού.
Αυτό ακριβώς είναι και το θέμα του κανόνα,
όπως αναφέρεται στο Συναξάρι της ημέρας: η παρουσίαση της τραγικής καταστάσεως
του ανθρώπου της πτώσεως και της αμαρτίας και η θερμή παρακίνησή του να
μετανοήσει και να επιστρέψει κοντά στον ζώντα και αληθινό Θεό.
ᾨδὴ α´. Ἦχος πλ. β´. Ὁ Εἱρμός.
Βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς ἐγένετό
μοι εἰς σωτηρίαν·
οὗτός
μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν·
Θεὸς τοῦ Πατρός μου, καὶ ὑψώσω αὐτόν·
ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται.
ᾨδὴ ε´. Ὁ Εἱρμός.
Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζοντα, Φιλάνθρωπε,
φώτισον, δέομαι, καὶ ὁδήγησον
κἀμέ,
ἐν τοῖς προστάγμασί σου· καὶ δίδαξόν με, Σωτήρ,
ποιεῖν τὸ θέλημά σου.
ᾨδὴ ζ´. Ὁ Εἱρμός.
Ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σου·
οὐδὲ συνετηρήσαμεν, οὐδὲ ἐποιήσαμεν,
καθὼς ἐνετείλω
ἡμῖν. Ἀλλὰ μὴ παραδῴης ἡμᾶς
εἰς
τέλος, ὁ τῶν Πατέρων Θεός.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς