Ας διανύσουμε την ευλογημένη αυτή
περίοδο με άσκηση, νηστεία, προσευχή και με τη μετάνοια του τελώνη:
«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ».
Η πρώτη Κυριακή του Τριωδίου είναι
αφιερωμένη στη διδακτική παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, την οποία ο
Κύριος διηγήθηκε, προκειμένου να διδάξει την αρετή της ταπεινώσεως και να
στηλιτεύσει την έπαρση. Οι Πατέρες της Εκκλησίας όρισαν την παραβολή αυτήν του
Κυρίου, για να συνειδητοποιήσουν όλοι οι πιστοί ότι η υπερηφάνεια είναι η
αγιάτρευτη ρίζα του κακού στον άνθρωπο, η οποία τον κρατά μακριά από την
αγιαστική χάρη του Θεού και ότι η ταπείνωση είναι το σωτήριο αντίδοτο της
καταστροφικής πορείας, που οδηγεί τον άνθρωπο η εγωπάθεια.
Λέει ο Ιερός Χρυσόστομος: «Το ν'
αμαρτάνεις είναι κακό, όταν όμως το ομολογείς, μπορείς να λάβεις βοήθεια. Όταν
όμως αμαρτάνεις και δεν το παραδέχεσαι, δεν υπάρχει ελπίδα να βοηθηθείς». Ο
Θεός είναι ο Ιατρός των ψυχών κι επισκέπτεται τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος που
αξιοποιεί την παρουσία του Μεγάλου Ιατρού κοντά του και του φανερώνει όλους
τους πόνους και τις αδυναμίες του, είναι σοφός. Εκείνος που κρύβει τις αμαρτίες
του και καυχιέται μπροστά στο Μέγα Ιατρό πώς είναι υγιής, είναι ανόητος.
Η ταπείνωση του Τελώνη επιδοκιμάζεται
από τον Θεό. Η αρετή αυτή από τους μεγάλους ασκητές και οσίους ονομάζεται
μακαρία ταπείνωση και παθοκτόνος. Ο όσιος Θεόδωρος ο Σαββαΐτης (7ος αιών) στις Νουθεσίες του
συμβουλεύει: «Στις ψυχές των ταπεινών αναπαύεται ο Κύριος, ενώ στις καρδιές των
υπερηφάνων αναπαύονται τα πάθη της ατιμίας. Διότι τίποτε άλλο δεν τα ενισχύει
εναντίον μας, όσο οι υπερήφανοι λογισμοί. Και τίποτε άλλο δεν ξεριζώνει από την
ψυχή τα πονηρά βότανα (τα πάθη), όσο η μακαρία ταπείνωση, γι’ αυτό δίκαια
λέγεται παθοκτόνος». Ας μιμηθούμε το
παράδειγμα της μακαρίας ταπείνωσης και προσευχής του τελώνη.
Στιχηρὰ ᾽Ιδιόμελα τοῦ Τριῳδίου.
Ἦχος α´. Στίχ. Αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις εὐήχοις, αἰνεῖτε αὐτὸν ἐν κυμβάλοις ἀλαλαγμοῦ. Πᾶσα πνοὴ αἰνεσάτω τὸν Κύριον.
Μὴ
προσευξώμεθα φαρισαϊκῶς, ἀδελφοί· ὁ γὰρ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται· ταπεινωθῶμεν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, τελωνικῶς διὰ νηστείας κράζοντες· Ἱλάσθητι
ἡμῖν ὁ
Θεός, τοῖς ἁμαρτωλοῖς.
Ἦχος γ´. Στίχ. Ἀνάστηθι, Κύριε, ὁ Θεός μου, ὑψωθήτω ἡ χείρ σου, μὴ ἐπιλάθῃ τῶν πενήτων σου εἰς τέλος.
Τοῦ
Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου τὸ διάφορον, ἐπιγνοῦσα, ψυχή μου· τοῦ μέν, μίσησον τὴν ὑπερήφανον
φωνήν, τοῦ δέ, ζήλωσον τὴν εὐκατάνυκτον εὐχήν, καὶ βόησον· ὁ Θεὸς ἱλάσθητί
μοι τῷ ἁμαρτωλῷ, καὶ ἐλέησόν
με.
Στίχ. Ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν ὅλῃ καρδίᾳ μου, διηγήσομαι πάντα τὰ θαυμάσιά σου.
Τοῦ
Φαρισαίου τὴν
μεγάλαυχον φωνήν, πιστοὶ
μισήσαντες· τοῦ δὲ Τελώνου τὴν εὐκατάνυκτον εὐχὴν ζηλώσαντες, μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονῶμεν, ἀλλ᾽ ἑαυτοὺς ταπεινοῦντες, ἐν κατανύξει κράξωμεν· ὁ Θεὸς ἱλάσθητι,
ταῖς ἁμαρτίαις ἡμῶν.
Δοξαστικόν.
Ἦχος πλ.δ´. Ἰδιόμελον τοῦ Τριῳδίου
Ταῖς ἐξ ἔργων καυχήσεσι, Φαρισαῖον δικαιοῦντα ἑαυτὸν κατέκρινας Κύριε, καὶ Τελώνην μετριοπαθήσαντα, καὶ στεναγμοῖς ἱλασμὸν αἰτούμενον, ἐδικαίωσας· οὐ γὰρ
προσίεσαι, τοὺς
μεγαλόφρονας λογισμούς, καὶ τὰς συντετριμμένας καρδίας, οὐκ ἐξουθενεῖς· διὸ καὶ ἡμεῖς σοὶ προσπίπτομεν, ἐν ταπεινώσει, τῷ παθόντι δι᾽ ἡμᾶς· Παράσχου τὴν ἄφεσιν
καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς