Ποίημα «Ο
Τελώνης»
«Ὅστις
δέ ὑψώσει ἑαυτόν ταπεινωθήσεται
καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτόν ὑψωθήσεται»
Ανέβηκε σκυφτός, σκυφτός και με βαρύ το
βήμα
-απ’ το πολύ το κρίμα- και έπεσε
γονατιστός
μέσ’ το Ναό, χλωμός, βουβός και κτύπαγε
τα στήθια.
…………
Το βλέμμα του δεν γύρισε, στη γη τόχει
καρφώσει
-το κρίμα τόχει νοιώσει- δάκρυα επλημμύρισε
και ιλασμό εζήτησε, πικρά ’χει
μετανοιώσει.
…………
«Ιλάσθητί μοι ο Θεός» τρεμάμενα ψελλίζει
με λυπημένα χείλη «είμαι πολύ
αμαρτωλός...»
Κι ο ουρανός ανοίγει. Κι’ υψώνεται ο
ταπεινός.
…………
Κάθε ψυχή όπου ποθεί του ουρανού τα ύψη
κι απ’ το κακό να λυτρωθή, μέχρι τη γη
να σκύψει
και με ταπείνωση πολλή να πει: «Ιλάσθητί
μοι».
Πηγή:
Ποίημα του μακαριστού Μητροπολίτου Καστοριάς Γρηγορίου του Β΄ Μαΐστρου (+1985)
Η ταπείνωση
του Τελώνη

Κοντάκιον. Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Στεναγμοὺς προσοίσωμεν, τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς
Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.
Κάθισμα. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταπείνωσις ὕψωσε, κατῃσχυμμένον κακοῖς, Τελώνην στυγνάσαντα, καὶ τό, Ἱλάσθητι, τῷ Κτίστῃ βοήσαντα· ἔπαρσις δὲ καθεῖλεν, ἀπὸ
δικαιοσύνης, δείλαιον Φαρισαῖον, μεγαλορρημονοῦντα· ζηλώσωμεν διὸ τὰ καλά, κακῶν ἀπεχόμενοι.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς