Ποίημα «Ο
Τελώνης»
«Ὅστις
δέ ὑψώσει ἑαυτόν ταπεινωθήσεται
καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτόν ὑψωθήσεται»
Ανέβηκε σκυφτός, σκυφτός και με βαρύ το
βήμα
-απ’ το πολύ το κρίμα- και έπεσε
γονατιστός
μέσ’ το Ναό, χλωμός, βουβός και κτύπαγε
τα στήθια.
…………
Το βλέμμα του δεν γύρισε, στη γη τόχει
καρφώσει
-το κρίμα τόχει νοιώσει- δάκρυα επλημμύρισε
και ιλασμό εζήτησε, πικρά ’χει
μετανοιώσει.
…………
«Ιλάσθητί μοι ο Θεός» τρεμάμενα ψελλίζει
με λυπημένα χείλη «είμαι πολύ
αμαρτωλός...»
Κι ο ουρανός ανοίγει. Κι’ υψώνεται ο
ταπεινός.
…………
Κάθε ψυχή όπου ποθεί του ουρανού τα ύψη
κι απ’ το κακό να λυτρωθή, μέχρι τη γη
να σκύψει
και με ταπείνωση πολλή να πει: «Ιλάσθητί
μοι».
Πηγή:
Ποίημα του μακαριστού Μητροπολίτου Καστοριάς Γρηγορίου του Β΄ Μαΐστρου (+1985)
Η ταπείνωση
του Τελώνη
Ο Τελώνης προσευχόμενος στο Ναό προσέχει
τις δικές του ελλείψεις και τις αρετές των άλλων ανθρώπων και δεν εστιάζει
καθόλου στις αρετές τις δικές του και στις ελλείψεις των άλλων. Έχει βαθιά
συναίσθηση των αμαρτημάτων του κι αυτό αποδεικνύεται από τη στάση του, τη θέση
του και τα λόγια του. Η θέση που επιλέγει φαίνεται από τη φράση: «μακρόθεν ἑστώς»· δεν είναι κεντρική,
είναι κάπου παράμερα. Η στάση του δεικνύεται από τη φράση: «οὐκ ἤθελε τούς ὀφθαλμούς ἆραι»· δεν σήκωνε τα μάτια του να δει
κανέναν και έτυπτε το στήθος του, νιώθοντας το βάρος των αμαρτιών του. Και τα
λόγια του είναι η έκφραση της βαθιάς μετάνοιάς του: «ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῶ». Ο Τελώνης δεν έβλεπε την
ώρα αυτή καμία δική του αρετή, αλλά ούτε και τις κακίες των άλλων. Είναι βυθισμένος
στον δικό του μυστικό κι αμαρτωλό κόσμο, γι αυτό και δεν αγανακτεί στην
περιφρόνηση του Φαρισαίου. Ταπεινώνεται περισσότερο, αναγνωρίζει όλα τα
σφάλματά του και η ταπεινή στάση προσευχής εξάλειψε τα πονηρά του έργα. Ο
Φαρισαίος με τη ακριβοδίκαιη ζωή, αλλά την υπερήφανη προσευχή καταδικάστηκε,
ενώ ο Τελώνης με την αυτογνωσία του, την ομολογία και τη συντριβή του
δικαιώθηκε.
Κοντάκιον. Ἦχος γ'. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Στεναγμοὺς προσοίσωμεν, τελωνικοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ αὐτῷ προσπέσωμεν, ἁμαρτωλοὶ ὡς
Δεσπότῃ· θέλει γὰρ τὴν σωτηρίαν πάντων ἀνθρώπων, ἄφεσιν παρέχει πᾶσι μετανοοῦσι· δι' ἡμᾶς γὰρ ἐσαρκώθη Θεὸς ὑπάρχων Πατρὶ συνάναρχος.
Κάθισμα. Ἦχος δ'. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ταπείνωσις ὕψωσε, κατῃσχυμμένον κακοῖς, Τελώνην στυγνάσαντα, καὶ τό, Ἱλάσθητι, τῷ Κτίστῃ βοήσαντα· ἔπαρσις δὲ καθεῖλεν, ἀπὸ
δικαιοσύνης, δείλαιον Φαρισαῖον, μεγαλορρημονοῦντα· ζηλώσωμεν διὸ τὰ καλά, κακῶν ἀπεχόμενοι.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς