Ο Άγιος Αθανάσιος (295-373 μ.Χ.) υπήρξε στύλος
της Ορθοδοξίας και φωστήρ της Οικουμένης, διότι σε όλη του τη ζωή αγωνίσθηκε
για την αλήθεια του Χριστού και την ορθή πίστη. Υπήρξε θεολόγος, φιλόσοφος και
συγγραφέας πολυγραφότατος. Τα έργα του είναι: θεολογικά-δογματικά, απολογητικά,
ερμηνευτικά και ασκητικά. Συμμετείχε στις θεολογικές συζητήσεις και
αντιμετώπισε τον Άρειο, ο οποίος υποστήριζε ότι ο Χριστός είναι κτίσμα του Θεού
και αρνούνταν ότι είναι Yιός του Θεού και, επομένως, αληθινός Θεός. Ο Μ.
Αθανάσιος τόνισε ότι ο Χριστός είναι Yιός του Θεού, «ομοούσιος» με τον Πατέρα
Του, δηλαδή «Θεός αληθινός», και ιδιαίτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδας. Η
θεολογία του Μ. Αθανασίου αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση των επτά πρώτων
άρθρων του Συμβόλου της Πίστεως από την Α' Οικουμενική Σύνοδο.
Στους
Λόγους του γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Χριστός έγινε άνθρωπος, για να γίνουμε εμείς
θεοί. Φανερώθηκε με ανθρώπινο σώμα, για να μπορέσουμε εμείς να έχουμε ορθή
αντίληψη για τον αόρατο Πατέρα. Υπέμεινε την ατίμωση από τους ανθρώπους, για να
κληρονομήσουμε εμείς την αθανασία». («Περί
Ἐνανθρωπήσεως», 54, Β.Ε.Π.Ε.Σ., τ. 30, ἔκδ.
Ἀπ. Διακονίας, 1962, σ. 119.)

Ο Μέγας
Αθανάσιος στις κρίσιμες στιγμές της Εκκλησίας του 4ου αι. μ.Χ. αντιμετώπισε με
τους αγώνες και το συγγραφικό του έργο την αίρεση του Αρείου. Ως Πατριάρχης
Αλεξανδρείας, παρέμεινε πιστός στις αποφάσεις της Α' Οικουμενικής Συνόδου μέχρι
το τέλος της ζωής του, παρόλες τις πιέσεις των αυτοκρατόρων που επηρεάζονταν
από τον Άρειο, να ακυρώσει τις αποφάσεις της Συνόδου. Για την σταθερή του
πίστη, υπέστη διωγμούς και εξορίσθηκε πέντε φορές, έχοντας όμως συμπαραστάτη
πάντα το λαό της Αλεξανδρείας και τους μοναχούς της ερήμου, τους οποίους συχνά
επισκεπτόταν για στήριξη και παρηγορία. Τις ώρες των δοκιμασιών του ο Μέγας
Αθανάσιος έλεγε: «Νεφύδριον εστί και θάττον παρελεύσεται», δηλαδή, σύννεφο
είναι και γρήγορα θα περάσει.
«Αν ο
Υιός ήταν κτίσμα, ο άνθρωπος θα παρέμενε θνητός, αφού δε θα ενωνόταν με το Θεό,
γιατί το κτίσμα δεν μπορεί να ενώσει τα κτίσματα με το Θεό… Γι’ αυτό και ο Θεός
στέλνει τον Υιό Του, ο οποίος γίνεται υιός του ανθρώπου με το να λάβει σάρκα
κτιστή… Όλοι τώρα πια… απελευθερωθήκαμε και ενωθήκαμε με το Λόγο του Θεού. Αφού
λοιπόν ενωθήκαμε με το Θεό, δε μένουμε πια πάνω στη γη, αλλά όπως κι Εκείνος
είπε, όπου θα βρίσκεται Αυτός εκεί θα είμαστε κι εμείς… Και εκεί όπου βρίσκεται
ο Χριστός, ποιος φόβος ή ποιος κίνδυνος μπορεί να υπάρξει;» (Κατά Ἀρειανῶν Β', 69, Β.Ε.Π.Ε.Σ. τ. 30, ἔκδ.
Ἀπ. Διακονίας, Ἀθήνα
1962, σ. 237-238)
Η στάση
του Μ. Αθανασίου απέναντι στους οπαδούς του Αρείου και την κρατική εξουσία αποτελεί
υπόδειγμα Επισκόπου και αληθινού Ποιμενάρχη της Εκκλησίας στις δύσκολες στιγμές
της. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος σε εγκωμιαστικό του λόγο για τον Μέγα Αθανάσιο, τον
ταυτίζει με την ίδια την αρετή και λέγει: «Ἀθανάσιον
ἐπαινῶν ἀρετήν ἐπαινέσομαι.
Ταυτόν γὰρ ἐκεῖνο τε εἰπεῖν καὶ ἐπαινέσαι».
(=Επαινώντας τον Αθανάσιον θα επαινέσω την αρετήν. Γιατί Αθανάσιος και αρετή
είναι το ίδιο πράγμα. Όταν αναφέρομαι εις αυτόν επαινώ την αρετήν). (Γρηγορίου Θεολόγου Λόγος ΚΑ΄. Β.Ε.Π.Ε.Σ.,
τόμος 59, σελ. 148).
Γι’ αυτό
ειπώθηκε ότι ο Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας υπήρξε «ὁ ἡρωιϊκότερος τῶν ἁγίων καὶ ἁγιότερος τῶν ἡρώων».

Δοξαστικό Ἑσπερινοῦ… ἦχος πλ.
δ’
Ἱεραρχῶν τοὺς ἀκραίμονας,
καὶ παμφαεῖς φωστῆρας τῆς οἰκουμένης, ἐν ὕμνοις
τιμήσωμεν
πιστοί, Ἀθανάσιον σὺν τῷ Κυρίλλῳ, καὶ Χριστῷ ἐκβοήσωμεν
χαρμονικῶς· Εὔσπλαγχνε
Κύριε, παράσχου τῷ λαῷ σου, ἱκεσίαις τῶν Διδασκάλων, ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς