
Εν τω μεταξύ, ο άγιος Αντώνιος 90 ετών, από άλλο σημείο της
ερήμου, με θείο φωτισμό έφτασε στα απόμακρα μέρη της ερήμου, όπου ασκήτευε ο
όσιος Παύλος, βαδίζοντας τρεις ημέρες. Ήθελε να παραδειγματιστεί ο ίδιος, αλλά
και να γνωρίσει έναν άγιο αββά ασκητή. Με οδηγό μία λύκαινα, έφθασε στο σπήλαιο
του οσίου Παύλου και με προσευχές και παρακάλια κατόρθωσε να πείσει τον όσιο να
του ανοίξει. Οι δύο γέροντες της ερήμου αλληλοασπάσθηκαν, χαιρετώντας ο ένας
τον άλλον με το όνομά του. Με πνευματική χαρά ενώ συνομιλούσαν, ένα κοράκι ήλθε
σ’ ένα κλαδί κι έριξε στα πόδια τους έναν ολόκληρο άρτο. Ο Παύλος είπε στον
επισκέπτη του: «Θαύμασε την καλωσύνη του Θεού. Εδώ και 70 χρόνια ο Θεός μου
στέλνει με το κοράκι καθημερινά μισό άρτο για την τροφή μου και σήμερα, με τον
ερχομό σου, ο Κύριος διπλασίασε την μερίδα».
Ο άγιος Αντώνιος θαύμασε την ασκητική του οσίου Παύλου και
πέρασαν όλη τη νύχτα προσευχόμενοι. Την άλλη μέρα, ο όσιος Παύλος είπε την
αποκάλυψη του Θεού ότι γνώριζε τον τόπο της διαμονής του και για την συνάντησή
τους. Ο Κύριος τώρα τον έστειλε σε αυτόν, για να παραδώσει στη γη το γήινο
σαρκίο του και τον παρακάλεσε να φέρει από το κελλί του τον μανδύα, που του
έδωσε ο άγιος Αθανάσιος, για να ενταφιασθεί με αυτόν. Ο άγιος Αντώνιος τον
ικέτευσε να μην τον αφήσει, αλλά να τον πάρει μαζί του. Ωστόσο αν και 90 ετών
έτρεξε, φοβούμενος μήπως παραδώσει την ψυχή του, και σε μία ημέρα έφθασε πάλι στο
σπήλαιο, όπου τον βρήκε ακίνητο ωσάν να προσευχόταν. Τον σκέπασε με τον μανδύα,
βοηθούμενος από δύο λιοντάρια που έσκαψαν τον τάφο και εναπέθεσε με ευλάβεια το
σώμα του πρώτου ερημίτη της Θήβας. Ο ίδιος για να μη στερηθεί τη χάρη του
αγίου, πήρε μαζί του τον χιτώνα που είχε φτιάξει ο όσιος με τα χέρια του και
τον φορούσε στις μεγάλες εορτές του Πάσχα και της Πεντηκοστής.
Στον τόπο που ο Άγιος Παύλος ο Ερημίτης ή Θηβαίος ασκήτευσε,
δημιουργήθηκε αργότερα μοναστήρι, το οποίο βρίσκεται ακόμη σε λειτουργία.
Διά
πρεσβειών του Οσίου Παύλου του Θηβαίου,
Κύριε
Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς.
Κοντάκιον. Ἦχος δ΄. Ἐπεφάνης
σήμερον
Τὸν φωστῆρα ἅπαντες τὸν ἐν τῷ ὕψει, ἀρετῶν ἐκλάμψαντα, ἀνευφημήσωμεν πιστοί, Παῦλον τὸν θεῖον κραυγάζοντες· Σὺ τῶν Ὁσίων Χριστὲ ἀγαλλίαμα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Θείας πίστεως.
Θείου Πνεύματος, τὴ ἐπινεύσει, πρῶτος ὤκησας, ἐν τὴ ἐρήμω, Ἥλιου τὸν ζηλωτὴν μιμησάμενος καὶ δι' ὀρνέου τραφεῖς ὡς ἰσάγγελος, ὑπ' Ἀντωνίου τῷ κόσμῳ ἐγνώρισαι. Παῦλε ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἠμὶν τὸ μέγα ἔλεος.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς