
(Ὠδή 9η, τῆς Ἁγίας)
Πανεύφημη μάρτυς και γενναία, περικαλλής αθληφόρος,
περιδέξιος αγνή, αδιάφθορος, καλή, άμωμη και πάνσεμνη κόρη, ομολογήτρια,
καλλιπάρθενος και θεόφρων, πεποικιλμένη αρετών, αγάπησε με θείον έρωτα τον
Νυμφίο Χριστό.
«Ἔρωτι
τετρωμένη τῷ θείῳ ἐκραύγαζες· Χριστόν ἐπείγομαι
φθάσαι τὸν ὡραῖον κάλλει·
ὅθεν βασάνους ὑπομένω, ἀκλινεῖ γηθομένη φρονήματι».
(Ὠδή 6η, τῆς Ἁγίας)
Η Ιουλιανή ήταν κόρη ειδωλολατρών από τη Νικομήδεια. Ήταν
υπάκουη κόρη μέχρι τη στιγμή που θέλησαν να τη μνηστεύσουν με τον Ελεύσιο,
αξιωματούχο της Αντιόχειας, στα χρόνια του Διοκλητιανού. Η Ιουλιανή όμως
αρνήθηκε σθεναρά, διότι την είχε κυριεύσει ο έρωτας για τον επουράνιο Νυμφίο. Η
άρνησή της κατέπληξε τους γονείς της και τον Ελεύσιο, ο οποίος την ερωτεύθηκε
παράφορα και ζητούσε εκδίκηση. Ο Ελεύσιος, αφού ερεύνησε, έμαθε ότι εν αγνοία
των γονέων της είχε γίνει χριστιανή και την κατήγγειλε στον έπαρχο, με αποτέλεσμα
να συλληφθεί και να φυλακισθεί. Και ανέλαβε αυτός ως κριτής και δήμιος.

Αργότερα ο Ελεύσιος, βρέθηκε ναυαγός σε κάποιο άγνωστο νησί,
όπου βρήκε τραγικό τέλος, καθώς τον κατασπάραξε ένα άγριο λιοντάρι.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Ταχὺ
προκατάλαβε.
Ὡς νύμφη πανάμωμος καὶ ἀθληφόρος σεμνή, τῷ Λόγῳ νενύμφευσαι τοῦ ἀθανάτου Πατρός, Ἰουλιανὴ ἔνδοξε, σὺ γὰρ φθαρτὸν μνηστήρα παριδοῦσα, ἐμφρόνως ἤθλησας ὑπὲρ φύσιν καὶ τὸν ὄφιν καθεῖλες· καὶ νῦν ταῖς τοῦ νυμφίου σου τρυφᾶς φαιδρότησι.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς