«Τῇ 6η
τοῦ αὐτοῦ μηνός, Ἀνάμνησις
τῆς θείας Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ
Ο Χριστός με το μεγάλο θαύμα της Μεταμορφώσεώς Του στο όρος
Θαβώρ, έδωσε την ευκαιρία στους μαθητές να δουν την δόξα του θεϊκού Προσώπου
Του.
Ο Κύριος ποτέ δεν έπαψε να είναι Θεός, παρ’ ότι έγινε και άνθρωπος.
Με την θεία του Μεταμόρφωση απεκάλυψε ποιο ήταν το κύριο έργο Του και ποιος
ήταν ο τελικός σκοπός του: η μεταμόρφωση, η ανακαίνιση και η θέωση των
ανθρώπων.
Με τον τρόπο αυτό έδειξε στους μαθητές Του μία πρόγευση της
αιώνιας ζωής. Γιατί Μεταμόρφωση σημαίνει συμμετοχή στη δόξα της Ουράνιας
Βασιλείας του Θεού. Το «Αὐτοῦ ἀκούετε» που μας υπέδειξε ο Θεός Πατέρας, σημαίνει να
υπακούουμε στον Κύριο, να αγωνιζόμαστε να εφαρμόζουμε το θέλημά Του. Και οι
εντολές του Κυρίου είναι το άκτιστο θεϊκό Φως που φωτίζει τον άνθρωπο. Επομένως,
η υπακοή στο Ευαγγέλιο επιφέρει κάθαρση, φωτισμό και αγιασμό, οπότε η ψυχή
μεταμορφώνεται και ετοιμάζεται για τη Βασιλεία του Θεού.
Τελικά, η μεταμόρφωση δεν ήταν του Χριστού, αλλά των μαθητών
και όλων των ανθρώπων, αφού η Μεταμόρφωση του Κυρίου μηνύει τη μεταμόρφωση του
ανθρώπου. Και η μεταμόρφωση του ανθρώπου πιστοποιείται στις μορφές των Αγίων
της Εκκλησίας μας, που ακτινοβολούν το θείο φως, ευωδιάζουν, θαυματουργούν και
παραμένουν άφθαρτες και αιώνιες.
Αυτό το θείο φως της Μεταμορφώσεως ας καταυγάσει και τις
δικές μας ψυχές να νιώσουμε το σωτηριολογικό νόημα της Μεγάλης εορτής του
Σωτήρος Χριστού.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’.
Χριστοῦ τὴν Μεταμόρφωσιν προϋπαντήσωμεν, φαιδρῶς πανηγυρίζοντες τὰ προεόρτια, πιστοὶ καὶ βοήσωμεν· Ἤγγικεν ἡ ἡμέρα τῆς ἐνθέου εὐφροσύνης, ἄνεισιν εἰς τὸ ὄρος τὸ Θαβὼρ ὁ Δεσπότης, τῆς Θεότητος αὐτοῦ ἀπαστράψαι τὴν ὡραιότητα.
Κάθισμα. Ἦχος δ'.
Κατεπλάγη Ἰωσὴφ.
Ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ Θαβώρ, μετεμορφώθης ὁ Θεός, ἀναμέσον Ἠλιού, καὶ Μωϋσέως τῶν σοφῶν, σὺν Ἰακώβῳ καὶ Πέτρῳ καὶ Ἰωάννῃ, ὁ Πέτρος δὲ συνών, ταῦτά σοι ἔλεγε· Καλόν ὧδέ ἐστι, ποιῆσαι τρεῖς σκηνάς, μίαν Μωσεῖ, καὶ μίαν Ἠλίᾳ, καὶ μίαν σοὶ τῷ Δεσπότῃ Χριστῷ, ὁ τότε τούτοις, τὸ φῶς σου λάμψας, φώτισον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Δόξα
Πατρί… Καὶ νῦν…Ἦχος πλ.
δ’. Βύζαντος
Παρέλαβεν ὁ Χριστός, τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ’ ἰδίαν, καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἣλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ, ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. Καὶ ὤφθησαν Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας μετ’ αὐτοῦ συλλαλοῦντες΄ καὶ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα΄ Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός,
ἐν ᾧ ηὐδόκησα, αὐτοῦ ἀκούετε.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς