Κυριακή Γ’ Ματθαίου (Ματθ. 6, 22 -33)


 Στο Ευαγγέλιο ο Κύριος μας υποδεικνύει τον κίνδυνο που διατρέχει ο άνθρωπος που κυριεύεται από την επιθυμία των υλικών αγαθών. Και λέει: «τοτο λγω μν, μ μεριμντε τ ψυχ μν τ φγητε τ πητε, μηδ τ σματι μν τ νδσησθε· οχ ψυχ πλεῖόν στιν τς τροφς κα τ σμα το νδματος; μβλψατε ες τ πετειν το ορανο πατρ μν ορνιος τρφει ατ· οχ μες μλλον διαφρετε ατν;» (Ματθ. 6: 25-26). Ο επουράνιος Πατέρας φροντίζει και συντηρεί όλη την κτίση, δεν θα ενδιαφερθεί για τον άνθρωπο που είναι ανώτερος; Οι πολλές μέριμνες και οι ανήσυχες φροντίδες τυραννούν τον άνθρωπο, ο οποίος αγωνιά συνεχώς και δείχνουν την ολιγοπιστία μας και έλλειψη εμπιστοσύνης στη στοργική αγάπη του Θεού.  


  Ο Κύριος δεν εμποδίζει τον άνθρωπο να είναι συνετός και προνοητικός. Τον εμποδίζει από την αγωνιώδη φροντίδα και μέριμνα να αποκτήσει πολλά υλικά αγαθά, όχι για συντήρηση, αλλά για μελλοντική ασφάλεια. Υπάρχουν όμως άλλα ανώτερα πνευματικά αγαθά που αξίζουν περισσότερο το ενδιαφέρον και την φροντίδα μας. Είναι ο νόμος του Θεού, το θέλημά Του, η βασιλεία Του. Αυτό που ζητάμε στην Κυριακή προσευχή: «..λθέτω βασιλεία σου, γενηθήτω τ θέλημά σου ς ν οραν κα πί τς γς..».

 


Η θεία Πρόνοια και η αγάπη του Πατέρα δεν θα υστερήσει τίποτε από τον άνθρωπο, που βρίσκεται σε κοινωνία μαζί Του κι αφήνει με πίστη τη ζωή στα χέρια Του. Εκείνος γνωρίζει καλύτερα τις ανάγκες μας και θα χαρίσει τα απαραίτητα αγαθά. Θα μας χαρίσει και την ουράνια Βασιλεία Του. Αρκεί εμείς να τηρούμε το θέλημά Του και να ζητάμε τη σωτηρία της ψυχής μας, να ζητάμε να γίνεται το θέλημα του Θεού. Τότε θα απελευθερωθούμε από την προσκόλληση στα υλικά αγαθά και θα είμαστε σε κοινωνία με τον Θεό της αγάπης και σε κοινωνία με τον πλησίον μας. Λέγει ο Κύριος:  

 «ζητετε πρτον τήν βασιλείαν το Θεο καί τήν δικαιοσύνην ατο, καί τατα πάντα προστεθήσεται μν».
(Ματθ. 6, 33)




Δξα Πατρί… Εωθινόν Γ’. χος γ’
Τς Μαγδαληνς Μαρας, τν το Σωτρος εαγγελιζομνης, κ νεκρν νστασιν  κα μφνειαν, διαπιστοντες ο Μαθητα, νειδζοντο τ τς καρδας σκληρν,  λλ τος σημεοις καθοπλισθντες κα θαμασι, πρς τ κρυγμα πεστλλοντο,   κα σ μν Κριε, πρς τν ρχφωτον νελφθης Πατρα, ο δ κρυττον πανταχο  τν λγον, τος θαμασι πιστομενοι. Δι ο φωτισθντες δι’ ατν δοξζομν σου,  τν κ νεκρν νστασιν, φιλνθρωπε Κριε.


 




κ τς ερς Μονς