-Κύριε, ἄνθρωπον οὐκ ἔχω, ἵνα ὅταν ταραχθῇ τὸ ὕδωρ, βάλῃ με εἰς τὴν κολυμβήθραν…»
Μόνος, έρημος κι αβοήθητος ο παράλυτος ζούσε ανάμεσα σε πολλούς
ανθρώπους. Ωστόσο υπομένει και περιμένει επί τριάντα οκτώ χρόνια την κάθοδο του
αγγέλου, δηλαδή την επίσκεψη της θείας χάριτος. Ο Κύριος μακαρίζει τον άνθρωπο
που υπομένει όλα τα λυπηρά της ζωής αυτής, με καρτερία κι ελπίδα στο Θεό. Γι’
αυτό ως Φιλάνθρωπος Θεός, αφού άκουσε τα πονεμένα λόγια του παραλύτου, του
προσφέρει την ίαση.
Στη μοναξιά μας, αντί να κλαίμε για την κατάστασή μας, ας
καλλιεργούμαστε στην αρετή, ας συνειδητοποιούμε τη αναξιότητά μας, ας
εξαγιαζόμαστε. Και ας πιστεύουμε ότι δεν είμαστε μόνοι. Δίπλα μας παρευρίσκεται
ο Χριστός, η μοναδική ελπίδα μας, έτοιμος να μας βοηθήσει. Είναι Αυτός που
γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους τον πόνο και τη θλίψη μας. Ας Τον παρακαλούμε
λοιπόν να παρασταθεί στο πρόβλημά μας, να μας στείλει ανθρώπους του να μας
συμπαρασταθούν, να γλυκάνουν τη δυστυχία μας. Εκείνος, πάνω απ’ όλα, είναι ο
Πατέρας μας, ο «ἰατρός τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν», ο Κύριος και Θεός μας. Στην κάθε μοναξιά της ζωής, ας
συναισθανόμαστε τότε περισσότερο την παρουσία του Θεού, που μας κατανοεί πιο
πολύ από τον κάθε άνθρωπο.

Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τὴν ψυχήν μου Κύριε, ἐν ἁμαρτίαις παντοίαις, καὶ ἀτόποις πράξεσι, δεινῶς παραλελυμένην, ἔγειρον, τῇ θεϊκῇ σου ἐπιστασίᾳ, ὥσπερ καὶ τὸν Παράλυτον, ἤγειρας πάλαι, ἵνα κράζω σεσωσμένος· οἰκτίρμον δόξα, Χριστὲ τῷ κράτει σου.
Δόξα Πατρί… Ἦχος πλ. δ’
Κύριε, τὸν Παράλυτον οὐχ ἡ κολυμβήθρα ἐθεράπευσεν, ἀλλ’ ὁ σὸς λόγος ἀνεκαίνισε, καὶ οὐδὲ ἡ πολυχρόνιος αὐτῷ ἐνεπόδισε νόσος, ὅτι τῆς φωνῆς σου ὀξυτέρα ἡ ἐνέργεια ἐδείχθη, καὶ τὸ δυσβάστακτον βάρος ἀπέῤῥιψε, καὶ τὸ φορτίον τῆς κλίνης ἐβάστασεν, εἰς μαρτύριον τοῦ πλήθους τῶν οἰκτιρμῶν σου, δόξα σοι.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς