ΧΑΙΡΕ
ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ ΜΑΡΙΑ!
«Τι
μπορεί να 'ναι πιο γλυκό από τη Μητέρα του Θεού;»
Άγιος
Ιωάννης ο Δαμασκηνός
Όλος ο ορθόδοξος κόσμος τιμά την Παναγία ως το γλυκύτερο και
υψηλότερο πρόσωπο, που τοποθετείται πιο πάνω και από αυτή τη δόξα των αγγέλων.
Η τιμή προς τη Θεοτόκο έχει τις ρίζες της στην αρχαία παράδοση της Εκκλησίας,
επειδή γέννησε τον Ενανθρωπήσαντα Υιό του Θεού. Γι’ αυτό στον Ακάθιστο Ύμνο
ψάλλεται ως «κλίμαξ ἐπουράνιος», διά της οποίας ήρθε στη γη και σαρκώθηκε ο Χριστός ως
τέλειος άνθρωπος και Θεός και ως η γέφυρα η «μετάγουσα
τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν». Η Παναγία δηλαδή είναι κλίμακα και γέφυρα που ένωσε γη και
ουρανό, έφερε κοντά τον Θεό και τους ανθρώπους. Κατέβασε τον Θεό στη γη και ανέβασε
τους ανθρώπους στον ουρανό. Γι’αυτό είναι η μητέρα μας, που μας αναγέννησε
πνευματικά και μας οδηγεί στην εν Χριστώ σωτηρία μας. Επομένως, μέσω της
Θεοτόκου εμείς οι ανάξιοι μπορούμε να σωθούμε.
Παραθέτουμε το κείμενο και τη μετάφραση των δύο πρώτων Στάσεων (Α΄ και Β΄) για την καλύτερη κατανόηση του Ύμνου.
ΣΤΑΣΙΣ
ΠΡΩΤΗ
Α

Άγγελος πρώτην θέσιν κατέχων μεταξύ των
Αγγέλων (δηλαδή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) εστάλη (υπό του Θεού) από τον ουρανό (εις
την γην) για να πει σε Εκείνη, η οποία έμελλε να γίνει η Μήτηρ του Θεού, το
Χαίρε! Βλέποντας δε ο Άγγελος Σε, Κύριε, να αρχίζεις να λαμβάνεις υλική σάρκα
(μέσα εις την κοιλία της) την ιδία στιγμήν, κατά την οποίαν χαιρέτιζε με την
άϋλη φωνή του την Παρθένο, καταλαμβανόμενος από μεγάλη έκπληξη και θαυμασμό
και, στεκούμενος ενώπιον της Παρθένου,
έλεγε προς αυτήν τα εξής:
Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.
Χαίρε, συ, μέσω της οποίας θα λάμψη εις τον
κόσμο η χαρά (της λυτρώσεως)˙ χαίρε, συ, μέσω της οποίας θα εξαφανισθεί η
κατάρα (που εδόθη εις το ανθρώπινον γένος δια την παρακοή του).
Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.
Χαίρε, συ, που γίνεσαι η αιτία να επανέλθει
εις τον Παράδεισον ο εκπεσών Αδάμ˙ χαίρε, συ, που γίνεσαι η αιτία να απαλλαγή η
Εύα από τις λύπες και τα δάκρυά της.
Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς·
χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον, καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.
Χαίρε, συ, που είσαι ύψος, το οποίον
δυσκόλως δύνανται να φθάσουν και να κατανοήσουν οι διάνοιες των ανθρώπων˙ χαίρε, συ, που είσαι
βάθος, το οποίον δυσκόλως δύνανται να
δουν και αυτών των Αγγέλων οι οφθαλμοί.
Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.
Χαίρε, διότι είσαι θρόνος του Βασιλέως
Χριστού˙ χαίρε, διότι βαστάζεις εις την κοιλία σου Εκείνον, που βαστάζει
ολόκληρον το σύμπαν.
Χαῖρε, ἀστήρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον· χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, συ, ο (πρωϊνός) αστέρας (αυγερινός),
που προμηνύει την εμφάνιση του ηλίου (Χριστού)˙ χαίρε, συ, εις της οποίας την
κοιλία λαμβάνει σάρκα ο Θεός.
Χαῖρε, δι᾿ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις· χαῖρε, δι᾿ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.
Χαίρε, σύ, μέσω της οποίας ανακαινίζεται η
(εκ της αμαρτίας διαφθαρείσα) Δημιουργία˙ χαίρε, συ, μέσω της οποίας ο
Δημιουργός γίνεται βρέφος.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Β
Βλέπουσα ἡ Ἁγία, ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσαλέως·Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς, δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται· ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις , κράζων: Ἀλληλούϊα.
Η Αγία Παρθένος, γνωρίζουσα ότι ήταν
απολύτως αγνή και αμόλυντος, λέγει με θάρρος εις τον Γαβριήλ: Οι λόγοι σου
είναι παράδοξοι και δεν είναι εύκολον να τους παραδεχθεί η ψυχή μου.
Διότι συ μου λέγεις ότι θα γεννήσω, αφού
συλλάβω άνευ ανδρικού σπέρματος! Πώς είναι τούτο δυνατόν; Και όμως συ αυτό
λέγεις και κράζεις: Αινείτε τον Θεό!
Γ
Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι, ἡ Παρθένος ζητοῦσα, ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα· Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν Υἱόν, πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι. Πρὸς ἣν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλὴν κραυγάζων οὕτω·
Η Παρθένος, επιζητούσα να αποκτήσει γνώσιν
απόκρυφων και αγνώστων πραγμάτων (για τα οποία της ομιλεί ο Άγγελος), αναφώνησε
προς το υπηρετικό όργανον του Θεού (δηλαδή τον Άγγελον): Από παρθενική κοιλία
(όπως είναι η δική μου), πώς είναι δυνατόν να γεννηθεί υιός; Απάντησέ μου! Τότε
ο Άγγελος είπε εις αυτήν με φόβον, αλλά και με σταθερή φωνή, τα εξής:
Χαῖρε, βουλῆς ἀποῤῥήτου μύστις· χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.
Χαίρε, διότι είσαι η μύστις της
απόκρυφης βουλής του Θεού. Χαίρε, διότι
είσαι η πίστις όλων εκείνων των θαυμαστών πραγμάτων, που (δεν επιδέχονται
έρευνα, αλλά) γίνονται δεκτά με σιγή.
Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον· χαῖρε, τῶν δογμάτων αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον
Χαίρε, διότι είσαι η απαρχή των θαυμάτων του
Χριστού˙
χαίρε, διότι είσαι η βάσις των δογμάτων της Πίστεως Αυτού.
Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός·
χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς Οὐρανόν.
Χαίρε, διότι είσαι η επουράνιος κλίμακα (η
σκάλα) δια της οποίας κατέβη ο Θεός (εις
την γην)˙ χαίρε, διότι είσαι η γέφυρα η μεταφέρουσα τους εκ γης πλασθέντας
ανθρώπους εις τον ουρανόν.
Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα·
χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.
Χαίρε, συ, που είσαι μέγας θρύλος και
αντικείμενον θαυμασμού δια τους Αγγέλους˙ Χαίρε, συ, που δια τους Δαίμονας
είσαι το προκαλούν πολλούς θρήνους τραύμα.
Χαίρε, συ, που ανερμήνευτα γέννησες το φως˙ χαίρε, συ, που εις κανένα δεν φανέρωσες τον τρόπον της γεννήσεως αυτής.
Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν· χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.
Χαίρε, συ, που είσαι υπεράνω της γνώσεως και
αυτών ακόμη των σοφών (διότι ούτε αυτοί δύνανται να κατανοήσουν πως εκ σου
έλαβε σάρκα ο Θεός)˙ χαίρε, συ, που φωτίζεις με άπλετο φως τις διάνοιες των πιστών.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Δ
Δύναμις τοῦ Ὑψίστου, ἐπεσκίασε τότε, πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρογάμῳ· καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν, ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι, τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, ἐν τῷ ψάλλειν οὕτως· Ἀλληλούϊα.
Αμέσως τότε (όταν δηλαδή η Παρθένος είπε το
«Ιδού η δούλη Κυρίου˙ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»,) η δύναμις του Υψίστου
Θεού επεσκίασε την μη έχουσα πείρα γάμου Κόρην, δια να συλλάβει (τον Υιόν του
Θεού). Και τοιουτοτρόπως την καρποφόρο κοιλία της ανέδειξε αγρόν (φέροντα
καρπό) γλυκύ για όλους εκείνους, που θέλουν να θερίζουν την σωτηρίαν των με το
να ψάλλουν ούτως: Αινείτε τον Θεό!
Ε
Ἔχουσα θεοδόχον, ἡ Παρθένος τὴν μήτραν, ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ· τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε! καὶ ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Ἔχουσα θεοδόχον, ἡ Παρθένος τὴν μήτραν, ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ· τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε! καὶ ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν, ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Αφού πλέον είχε δεχθεί η Παρθένος εντός της
κοιλίας της τον Θεό, μετέβη προς επίσκεψιν της (συγγενούς της) Ελισάβετ. Το δε
βρέφος (που ήτο εις την κοιλία) της Ελισάβετ (ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος,)
αντελήφθη αμέσως τον (προς την Ελισάβετ) χαιρετισμό της Παρθένου (εννόησε,
δηλαδή, ότι ο χαιρετισμός αυτός προερχόταν
όχι από απλή γυναίκα, άλλα από την Μητέρα του Θεού) και γέμισε από
χαράν. Χρησιμοποιώντας δε ως άσματα
σκιρτήματα, έλεγε προς την Θεοτόκο:
Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα· χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα.
Χαίρε, κλήμα, που παρήγαγες τον αμάραντο
βλαστό (τον Χριστόν)· χαίρε, κλήμα που μας έδωσες τον άφθαρτο καρπό.
Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον· χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα.
Χαίρε, συ, που κυοφορείς μέσα εις τα σπλάχνα
σου τον φιλάνθρωπο Γεωργό.
Χαίρε, συ, που γεννάς τον Δημιουργό της ζωής
μας.
Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν· χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.
Χαίρε, γη ευφορωτάτη, που βλαστάνεις αφθονία
(όχι υλικών καρπών, αλλά θείας) ευσπλαχνίας· χαίρε, τράπεζα, που βαστάζεις
επάνω σου τον πλούτο του ελέους.
Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις· χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.
Χαίρε, διότι κάνεις να ανθίζει λειβάδι
(πνευματικής) απολαύσεως· χαίρε, διότι ετοιμάζεις λιμένα για τις ψυχές μας.
Χαῖρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα· χαῖρε, παντὸς τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.
Χαίρε, διότι είσαι το θυμίαμα πρεσβείας που
το δέχεται ο Θεός· χαίρε, συ, που εξιλεώνεις (με τις πρεσβείες σου) για όλο τον κόσμον τον
Θεό.
Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία· χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παῤῥησία.
Χαίρε, διότι μέσω σού ο Θεός έδειξε την
εύνοια και αγαθότητα Του προς τους θνητούς ανθρώπους· χαίρε, διότι μέσω σου οι
άνθρωποι απέκτησαν θάρρος να πλησιάζουν τον Θεό.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Ζ
Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων, λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, πρὸς τὴν ἄγαμόν σε θεωρῶν, καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε· μαθὼν δέ σου τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύματος ἁγίου, ἔφη· Ἀλληλούϊα.
Ο (προστάτης σου) σώφρων Ιωσήφ, ώ άμεμπτε
Παρθένε, έχοντας εσωτερικώς λογισμούς
αμφιβολίας, επειδή σε γνώριζεν άγαμο και (ως εκ τούτου) υποπτευόταν ότι είχες άνομες σχέσεις (εις τις οποίες
απέδιδε την εγκυμοσύνη σου), ταραχτηκε. Όταν όμως πληροφορήθηκε (από τον
Άγγελο) ότι η σύλληψις βρέφους στην κοιλία σου ήταν εκ Πνεύματος Αγίου, αναφώνησε:
Αινείτε τον Θεό!
ΣΤΑΣΙΣ
ΔΕΥΤΕΡΑ
Η

Οι βοσκοί (που ήταν κοντά στο σπήλαιο, όταν
γεννήθηκε ο Κύριος) άκουσαν τους Αγγέλους να υμνούν το γεγονός, ότι ο Χριστός
παρουσιάστηκε (εις την γην) με ανθρώπινη σάρκα. Και ενώ έσπευσαν προς Αυτόν, με
της σκέψη ότι θα Τον έβλεπαν ως Ποιμένα (ως Ηγέτη, δηλαδή, με όλη τη λαμπρότητα
και μεγαλοπρέπεια Του), εν τούτοις βλέπουν Αυτόν ως άμωμον πρόβατο (κατάλληλο
δια θυσία), το οποίον είχε τραφεί μέσα
εις την κοιλία της Μαρίας. Υμνώντας δε
αυτήν, της είπαν:
Χαῖρε, ἀμνοῦ καὶ ποιμένος Μήτηρ· χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.
Χαίρε, συ, που είσαι Μήτηρ Εκείνου, ο Οποίος
είναι και Αμνός (ως άνθρωπος) και Ποιμήν (ως Θεός)· χαίρε, συ, που είσαι η
μάνδρα των λογικών προβάτων (δηλαδή των πιστών).
Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον· χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.
Χαίρε, συ, που είσαι το όπλον, δια του
οποίου αμυνόμεθα κατά των αοράτων εχθρών (Δαιμόνων) χαίρε, συ, που είσαι το
κλειδί, δια του οποίου ανοίγονται οι θύρες του Παραδείσου.
Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῇ· χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.
Χαίρε, διότι εξ αιτίας σου τα ουράνια
αγάλλονται μαζί με την γην· χαίρε, διότι εξ
αιτίας σου τα επίγεια πανηγυρίζουν μαζί με τους ουρανούς.
Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα· χαῖρε, τῶν Ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος
Χαίρε, συ, που είσαι το αδιάκοπο κήρυγμα των
αποστόλων (οι οποίοι συνεχώς ομιλούν δια τον από Εσένα σαρκωθέντα Θεό)· χαίρε,
συ, που εμπνέεις εις τους μάρτυρες (της Πίστεως) ακατάβλητο θάρρος.
Χαῖρε, στεῤῥὸν τῆς Πίστεως ἔρεισμα· χαῖρε, λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα.
Χαίρε, συ, που είσαι το ασάλευτο βάθρον της
Πίστεως· χαίρε, συ, εις το πρόσωπον της οποίας γνωρίσαμεν την λαμπρότητα της
χάριτος (του Θεού).
Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐγυμνώθη ὁ ᾍδης· χαῖρε, δι᾿ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.
Χαίρε, συ, μέσω της οποίας εγυμνώθη ο άδης
(από την εξουσία του)· χαίρε, σύ, μέσω της οποίας εμείς
περιβλήθηκαμε (ουράνιο) δόξαν.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Θ
Θεοδρόμον Ἀστέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ· καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν, δι᾿ αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα· καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον, ἐχάρησαν, αὐτῷ βοῶντες· Ἀλληλούϊα.
Όταν οι μάγοι είδαν τον αστέρα, ο οποίος
έδειχνε τον δρόμο που έφερε προς τον (γεννηθέντα) Θεό, ακολούθησαν την λάμψη
του. Έχοντες δε αυτόν ως λύχνο (που τους έδειχνε τον δρόμο), ερευνούσαν με
αυτόν να βρουν τον (νεογέννητο) ισχυρό Βασιλέα. Αφού δε έφθασαν τοπικώς
πλησίον Εκείνου, που (ως Θεός) είναι άφθαστος και απλησίαστος, γέμισαν από
χαράν και είπαν για Αυτόν: Αινείτε τον Θεό!
Ι
Ἴδον παῖδες Χαλδαίων, ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου, τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦσαι, καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένῃ·
Είδαν (λοιπόν) οι μάγοι, οι απόγονοι των
Χαλδαίων, στα χέρια της Παρθένου Εκείνον, που έπλασε με τας χείρας Του τους
ανθρώπους. Και, αισθανόμενοι ότι το βρέφος αυτό ήταν ο Κύριος, έστω και αν είχε
λάβει μορφήν δούλου (ανθρώπου δηλαδή), έσπευσαν να εκδηλώσουν την προς Αυτόν
λατρεία τους με την προσφορά δώρων και να πουν εις την ευλογημένη Μητέρα Του:
Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.
Χαίρε, συ, που είσαι η Μήτηρ του αστέρος ο
οποίος ουδέποτε δύει· χαίρε, συ, που είσαι η αυγή της μυστικής ημέρας (δηλαδή
της αιωνίου Βασιλείας του Θεού).
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα· χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.
Χαίρε, συ, που έσβησες την κάμινο της
(ειδωλολατρικής) πλάνης· χαίρε, συ, που φωτίζεις τους οπαδούς της Τριαδικής Θεότητας.
Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς· χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.
Χαίρε, συ, που εξεθρόνισες τον απάνθρωπο
τύραννο (τον διάβολο) από την εξουσία του· χαίρε, συ, που παρουσίασες (εις τον
κόσμον) του Χριστόν ως φιλάνθρωπο Κύριον.
Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας· χαῖρε, ἡ τοῦ βορβόρου ῥυομένη τῶν ἔργων.
Χαίρε, σύ, που μας απαλλάσσεις από την
βάρβαρο θρησκεία (της πολυθεΐας)· χαίρε, Εσύ, που μας ελευθερώνεις από τον
βόρβορο των (αισχρών) έργων.
Χαῖρε, πυρὸς προσκύνησιν παύσασα· χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάττουσα.
Χαίρε, σύ, που έπαυσες την λατρεία του πυρός
(το οποίον πίστευαν ως θεό)· χαίρε, Εσύ, που μας σώζεις από τις φλόγες των
(αμαρτωλών) παθών.
Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης· χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.
Χαίρε, Εσύ, που είσαι οδηγός σωφροσύνης διά
τους πιστούς· χαίρε,
Εσύ, που είσαι χαρά και ευφροσύνη όλων των γενεών.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Κ
Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες οἱ Μάγοι, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶνα· ἐκτελέσαντές σου τὸν χρησμόν, καὶ κηρύξαντές σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν, ἀφέντες τὸν Ἡρώδην ὡς ληρώδη, μὴ εἰδότα ψάλλειν· Ἀλληλούϊα.
Οι μάγοι, αφού (μετά τα όσα είδαν εις την
Βηθλεέμ) κατέστησαν κήρυκες του Θεού, επέστρεψαν (από άλλο δρόμο, όπως τους
είπε ο Θεός,) εις την (πατρίδα των) Βαβυλώνα και αφού (με την προσφορά των
δώρων των) εκπλήρωσαν τον χρησμό Σου, Σε κήρυξαν εις όλους ως τον από Θεό
κεχρισμένο Μεσσία, άφησαν δε τον Ηρώδη, ο οποίος, ως μωρολόγος και ανόητος που
ήταν, δεν γνώριζε να ψάλλει: Αινείτε τον
Θεό.
Λ
Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, φωτισμὸν ἀληθείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά σου τὴν ἰσχύν, πέπτωκεν·οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες, ἐβόων πρὸς τὴν Θεοτόκον·
Αφού
έλαμψες και εις την Αίγυπτο (όπου διέφυγες δια να σωθείς από την μανία του Ηρώδη,) το φως της αληθινής
θεογνωσίας, εξαφάνισες το σκότος της ψευδούς (ειδωλολατρικής) αρεσκείας. Διότι
τα είδωλα της Αιγύπτου, Σωτήρ, κατέπεσαν, επειδή δεν υπέφεραν την ισχύ της
παρουσίας Σου. Εκείνοι δε που απηλλάγησαν από την απαισία υποδούλωση εις την
λατρεία των ειδώλων, κραύγαζαν προς
την Θεοτόκο:
Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων· χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.
Χαίρε, Εσύ, που είσαι η ανόρθωσις των
ανθρώπων·
χαίρε, Εσύ, που είσαι η κατάπτωσις των Δαιμόνων.
Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα· χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα.
Χαίρε, Εσύ, που καταπάτησες (και εξαφάνισες)
την πλάνην της απάτης (του Διαβόλου)· χαίρε, Εσύ, που φανέρωσες τον δόλο (του
σατανά) που υποκρυπτόταν εις τα είδωλα.
Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν·
χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωήν.
Χαίρε, θάλασσα, που βύθισες τον νοητό Φαραώ
(τον διάβολον)· χαίρε, βράχε, που (ανέβλυσες ύδωρ και) πότισες όσους διψούσαν την ζωή.
Χαῖρε, πύρινε στῦλε, ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης.
Χαίρε, πύρινε στύλε, που φωτίζεις και (με
ασφάλειαν) οδηγείς όσους πορεύονται εις το σκότος χαίρε, σκέπη του κόσμου, που
είσαι πλατυτέρα της (παλαιάς εκείνης) νεφέλης.
Χαῖρε, τροφὴ τοῦ μάννα διάδοχε· χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.
Χαίρε, Εσύ, που είσαι η τροφή μας, η οποία
διαδέχθηκε το μάννα· χαίρε, Εσύ, που είσαι η διάκονος αγίας (πνευματικής) απολαύσεως.
Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· χαῖρε, ἐξ ἧς ῥέει μέλι καὶ γάλα.
Χαίρε, Εσύ, πού είσαι η Γη της Επαγγελίας (εκείνη δηλαδή που είχε
υποσχεθεί ο Θεός)· χαίρε, Εσύ, εκ της
οποίας ρέει (πνευματικόν) μέλι και γάλα.
Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Μέλλοντος Συμεῶνος, τοῦ παρόντος αἰῶνος, μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος, ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ, ἀλλ᾿ ἐγνώσθης τούτῳ καὶ Θεὸς τέλειος· διό περ ἐξεπλάγη, σοῦ τὴν ἄῤῥητον σοφίαν, κράζων· Ἀλληλούϊα.
Όταν ο (πρεσβύτης) Συμεών έμελλε να φύγει
από την παρούσα ζωήν, την μάταιη και
απατηλή, δόθηκες στα χέρια του ως βρέφος (κατά την ημέραν του «Σαραντισμού»),
αλλά τον έκαμες να εννοήσει ότι είσαι (όχι μόνον τέλειος άνθρωπος, αλλά) και
τέλειος Θεός. Δια τούτο στάθηκε με
έκπληξη και θαυμασμό εμπρός εις την απερίγραπτο σοφία Σου και αναφώνησε: Αινείτε τον
Θεό!