Οι Α' και Β' Στάσεις του Ακάθιστου Ύμνου



ΧΑΙΡΕ  ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ  ΜΑΡΙΑ!

«Τι μπορεί να 'ναι πιο γλυκό από τη Μητέρα του Θεού;»
Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Όλος ο ορθόδοξος κόσμος τιμά την Παναγία ως το γλυκύτερο και υψηλότερο πρόσωπο, που τοποθετείται πιο πάνω και από αυτή τη δόξα των αγγέλων. Η τιμή προς τη Θεοτόκο έχει τις ρίζες της στην αρχαία παράδοση της Εκκλησίας, επειδή γέννησε τον Ενανθρωπήσαντα Υιό του Θεού. Γι’ αυτό στον Ακάθιστο Ύμνο ψάλλεται ως «κλίμαξ πουράνιος», διά της οποίας ήρθε στη γη και σαρκώθηκε ο Χριστός ως τέλειος άνθρωπος και Θεός και ως η γέφυρα η «μετάγουσα τος κ γς πρς ορανόν». Η Παναγία δηλαδή είναι κλίμακα και γέφυρα που ένωσε γη και ουρανό, έφερε κοντά τον Θεό και τους ανθρώπους. Κατέβασε τον Θεό στη γη και ανέβασε τους ανθρώπους στον ουρανό. Γι’αυτό είναι η μητέρα μας, που μας αναγέννησε πνευματικά και μας οδηγεί στην εν Χριστώ σωτηρία μας. Επομένως, μέσω της Θεοτόκου εμείς οι ανάξιοι μπορούμε να σωθούμε.
           


Παραθέτουμε το κείμενο και τη μετάφραση των δύο πρώτων Στάσεων (Α΄ και Β΄)  για την καλύτερη κατανόηση του Ύμνου.



ΣΤΑΣΙΣ  ΠΡΩΤΗ

Α

γγελος πρωτοστάτης, ορανόθεν πέμφθη, επεν τ Θεοτόκ τό Χαρε (κ γ)· κα σν τ σωμάτ φων, σωματούμενόν σε θεωρν Κύριε, ξίστατο, κα στατο κραυγάζων πρς ατν τοιατα·
Άγγελος πρώτην θέσιν κατέχων μεταξύ των Αγγέλων (δηλαδή ο Αρχάγγελος Γαβριήλ) εστάλη (υπό του Θεού) από τον ουρανό (εις την γην) για να πει σε Εκείνη, η οποία έμελλε να γίνει η Μήτηρ του Θεού, το Χαίρε! Βλέποντας δε ο Άγγελος Σε, Κύριε, να αρχίζεις να λαμβάνεις υλική σάρκα (μέσα εις την κοιλία της) την ιδία στιγμήν, κατά την οποίαν χαιρέτιζε με την άϋλη φωνή του την Παρθένο, καταλαμβανόμενος από μεγάλη έκπληξη και θαυμασμό και, στεκούμενος  ενώπιον της Παρθένου, έλεγε προς αυτήν τα εξής:

Χαρε, δι᾿ ς χαρ κλάμψει· χαρε, δι᾿ ς ρ κλείψει.
Χαίρε, συ, μέσω της οποίας θα λάμψη εις τον κόσμο η χαρά (της λυτρώσεως)˙ χαίρε, συ, μέσω της οποίας θα εξαφανισθεί η κατάρα (που εδόθη εις το ανθρώπινον γένος δια την παρακοή του).

Χαρε, το πεσόντος δμ νάκλησις· χαρε, τν δακρύων τς Εας λύτρωσις.
Χαίρε, συ, που γίνεσαι η αιτία να επανέλθει εις τον Παράδεισον ο εκπεσών Αδάμ˙ χαίρε, συ, που γίνεσαι η αιτία να απαλλαγή η Εύα από τις λύπες και τα δάκρυά της.

Χαρε, ψος δυσανάβατον νθρωπίνοις λογισμος·  χαρε, βάθος δυσθεώρητον, κα γγέλων φθαλμος.
Χαίρε, συ, που είσαι ύψος, το οποίον δυσκόλως δύνανται να φθάσουν και να κατανοήσουν  οι διάνοιες των ανθρώπων˙ χαίρε, συ, που είσαι βάθος, το οποίον δυσκόλως δύνανται  να δουν και αυτών των Αγγέλων οι οφθαλμοί.

Χαρε, τι πάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαρε, τι βαστάζεις τν βαστάζοντα πάντα.
Χαίρε, διότι είσαι θρόνος του Βασιλέως Χριστού˙ χαίρε, διότι βαστάζεις εις την κοιλία σου Εκείνον, που βαστάζει ολόκληρον το σύμπαν.

Χαρε, στήρ μφαίνων τν λιον· χαρε, γαστρ νθέου σαρκώσεως.
Χαίρε, συ, ο (πρωϊνός) αστέρας (αυγερινός), που προμηνύει την εμφάνιση του ηλίου (Χριστού)˙ χαίρε, συ, εις της οποίας την κοιλία λαμβάνει σάρκα ο Θεός.

Χαρε, δι᾿ ς νεουργεται κτίσις· χαρε, δι᾿ ς βρεφουργεται Κτίστης.
Χαίρε, σύ, μέσω της οποίας ανακαινίζεται η (εκ της αμαρτίας διαφθαρείσα) Δημιουργία˙ χαίρε, συ, μέσω της οποίας ο Δημιουργός γίνεται βρέφος.

Χαρε, Νύμφη νύμφευτε.




Β
Βλέπουσα γία, αυτν ν γνεί, φησ τ Γαβριλ θαρσαλέως·Τ παράδοξόν σου τς φωνς, δυσπαράδεκτόν μου τ ψυχ φαίνεται·   σπόρου γρ συλλήψεως τν κύησιν πς λέγεις , κράζων:  λληλούϊα.
Η Αγία Παρθένος, γνωρίζουσα ότι ήταν απολύτως αγνή και αμόλυντος, λέγει με θάρρος εις τον Γαβριήλ: Οι λόγοι σου είναι παράδοξοι και δεν είναι εύκολον να τους παραδεχθεί  η ψυχή μου.
Διότι συ μου λέγεις ότι θα γεννήσω, αφού συλλάβω άνευ ανδρικού σπέρματος! Πώς είναι τούτο δυνατόν; Και όμως συ αυτό λέγεις και κράζεις: Αινείτε τον Θεό!




Γ
Γνσιν γνωστον γνναι, Παρθένος ζητοσα, βόησε πρς τν λειτουργοντα· κ λαγόνων γνν Υόν, πς στι τεχθναι δυνατόν; λέξον μοι. Πρς ν κενος φησεν ν φόβ, πλν κραυγάζων οτω·
Η Παρθένος, επιζητούσα να αποκτήσει γνώσιν απόκρυφων και αγνώστων πραγμάτων (για τα οποία της ομιλεί ο Άγγελος), αναφώνησε προς το υπηρετικό όργανον του Θεού (δηλαδή τον Άγγελον): Από παρθενική κοιλία (όπως είναι η δική μου), πώς είναι δυνατόν να γεννηθεί υιός; Απάντησέ μου! Τότε ο Άγγελος είπε εις αυτήν με φόβον, αλλά και με σταθερή  φωνή, τα εξής:

Χαρε, βουλς ποῤῥήτου μύστις· χαρε, σιγς δεομένων πίστις.
Χαίρε, διότι είσαι η μύστις της απόκρυφης  βουλής του Θεού. Χαίρε, διότι είσαι η πίστις όλων εκείνων των θαυμαστών πραγμάτων, που (δεν επιδέχονται έρευνα, αλλά) γίνονται δεκτά με σιγή.

Χαρε, τν θαυμάτων Χριστο τ προοίμιον· χαρε, τν δογμάτων ατο τ κεφάλαιον
Χαίρε, διότι είσαι η απαρχή των θαυμάτων του Χριστού˙  χαίρε, διότι είσαι η βάσις των δογμάτων της Πίστεως Αυτού.

Χαρε, κλμαξ πουράνιε, δι᾿ ς κατέβη Θεός·
χαρε, γέφυρα μετάγουσα τος κ γς πρς Ορανόν.
Χαίρε, διότι είσαι η επουράνιος κλίμακα (η σκάλα)  δια της οποίας κατέβη ο Θεός (εις την γην)˙ χαίρε, διότι είσαι η γέφυρα η μεταφέρουσα τους εκ γης πλασθέντας ανθρώπους εις τον ουρανόν.

Χαρε, τ τν γγέλων πολυθρύλητον θαμα·
χαρε, τ τν δαιμόνων πολυθρήνητον τραμα.
Χαίρε, συ, που είσαι μέγας θρύλος και αντικείμενον θαυμασμού δια τους Αγγέλους˙ Χαίρε, συ, που δια τους Δαίμονας είσαι το προκαλούν πολλούς θρήνους τραύμα.

Χαρε, τ Φς ἀῤῥήτως γεννήσασα· χαρε, τ πς, μηδένα διδάξασα.
Χαίρε, συ, που ανερμήνευτα  γέννησες το φως˙ χαίρε, συ, που εις κανένα δεν φανέρωσες τον τρόπον της γεννήσεως αυτής.

Χαρε, σοφν περβαίνουσα γνσιν· χαρε, πιστν καταυγάζουσα φρένας.
Χαίρε, συ, που είσαι υπεράνω της γνώσεως και αυτών ακόμη των σοφών (διότι ούτε αυτοί δύνανται να κατανοήσουν πως εκ σου έλαβε σάρκα ο Θεός)˙ χαίρε, συ, που φωτίζεις με άπλετο φως τις διάνοιες  των πιστών.

Χαρε, Νύμφη νύμφευτε.




Δ
Δύναμις το ψίστου, πεσκίασε τότε, πρς σύλληψιν τ πειρογάμ· κα τν εκαρπον ταύτης νηδύν, ς γρν πέδειξεν δν πασι, τος θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, ν τ ψάλλειν οτως· λληλούϊα.
Αμέσως τότε (όταν δηλαδή η Παρθένος είπε το «Ιδού η δούλη Κυρίου˙ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»,) η δύναμις του Υψίστου Θεού επεσκίασε την μη έχουσα πείρα γάμου Κόρην, δια να συλλάβει (τον Υιόν του Θεού). Και τοιουτοτρόπως την καρποφόρο κοιλία της ανέδειξε αγρόν (φέροντα καρπό) γλυκύ για όλους εκείνους, που θέλουν να θερίζουν την σωτηρίαν των με το να ψάλλουν ούτως: Αινείτε τον Θεό!



 Ε  
χουσα θεοδόχον, Παρθένος τν μήτραν, νέδραμε πρς τν λισάβετ· τ δ βρέφος κείνης εθύς, πιγνν τν ταύτης σπασμόν, χαιρε! κα λμασιν ς σμασιν, βόα πρς τν Θεοτόκον·
Αφού πλέον είχε δεχθεί η Παρθένος εντός της κοιλίας της τον Θεό, μετέβη προς επίσκεψιν της (συγγενούς της) Ελισάβετ. Το δε βρέφος (που ήτο εις την κοιλία) της Ελισάβετ (ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος,) αντελήφθη αμέσως τον (προς την Ελισάβετ) χαιρετισμό της Παρθένου (εννόησε, δηλαδή, ότι ο χαιρετισμός αυτός προερχόταν  όχι από απλή γυναίκα, άλλα από την Μητέρα του Θεού) και γέμισε από χαράν. Χρησιμοποιώντας  δε ως άσματα σκιρτήματα, έλεγε προς την Θεοτόκο:

Χαρε, βλαστο μαράντου κλμα· χαρε, καρπο κηράτου κτμα.
Χαίρε, κλήμα, που παρήγαγες τον αμάραντο βλαστό (τον Χριστόν)· χαίρε, κλήμα που μας έδωσες τον άφθαρτο καρπό.

Χαρε, γεωργν γεωργοσα φιλάνθρωπον· χαρε, φυτουργν τς ζως μν φύουσα.
Χαίρε, συ, που κυοφορείς μέσα εις τα σπλάχνα σου τον φιλάνθρωπο Γεωργό.
Χαίρε, συ, που γεννάς τον Δημιουργό της ζωής μας.

Χαρε, ρουρα βλαστάνουσα εφορίαν οκτιρμν· χαρε, τράπεζα βαστάζουσα εθηνίαν λασμν.
Χαίρε, γη ευφορωτάτη, που βλαστάνεις αφθονία (όχι υλικών καρπών, αλλά θείας) ευσπλαχνίας· χαίρε, τράπεζα, που βαστάζεις επάνω σου τον πλούτο του ελέους.

Χαρε, τι λειμνα τς τρυφς ναθάλλεις· χαρε, τι λιμένα τν ψυχν τοιμάζεις.
Χαίρε, διότι κάνεις να ανθίζει λειβάδι (πνευματικής) απολαύσεως· χαίρε, διότι ετοιμάζεις λιμένα για τις ψυχές μας.

Χαρε, δεκτόν πρεσβείας θυμίαμα· χαρε, παντς το κόσμου ξίλασμα.
Χαίρε, διότι είσαι το θυμίαμα πρεσβείας που το δέχεται ο Θεός· χαίρε, συ, που εξιλεώνεις (με τις πρεσβείες σου) για όλο τον κόσμον τον Θεό.

Χαρε, Θεο πρς θνητος εδοκία· χαρε, θνητν πρς Θεν παῤῥησία.
Χαίρε, διότι μέσω σού ο Θεός έδειξε την εύνοια και αγαθότητα Του προς τους θνητούς ανθρώπους· χαίρε, διότι μέσω σου οι άνθρωποι απέκτησαν θάρρος να πλησιάζουν τον Θεό.

Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.



Ζ
Ζάλην νδοθεν χων, λογισμν μφιβόλων, σώφρων ωσφ ταράχθη, πρς τν γαμόν σε θεωρν, κα κλεψίγαμον πονον μεμπτε·  μαθν δέ σου τν σύλληψιν κ Πνεύματος γίου, φη·  λληλούϊα.
Ο (προστάτης σου) σώφρων Ιωσήφ, ώ άμεμπτε Παρθένε, έχοντας  εσωτερικώς λογισμούς αμφιβολίας, επειδή σε γνώριζεν άγαμο και (ως εκ τούτου) υποπτευόταν  ότι είχες άνομες σχέσεις (εις τις οποίες απέδιδε την εγκυμοσύνη σου), ταραχτηκε. Όταν όμως πληροφορήθηκε (από τον Άγγελο) ότι η σύλληψις βρέφους στην κοιλία σου ήταν  εκ Πνεύματος Αγίου, αναφώνησε:
Αινείτε τον Θεό!


 

ΣΤΑΣΙΣ  ΔΕΥΤΕΡΑ

Η

 κουσαν ο Ποιμένες, τν γγέλων μνούντων, τν νσαρκον Χριστο παρουσίαν·  κα δραμόντες ς πρς ποιμένα, θεωροσι τοτον ς μνν μωμον, ν τ γαστρ Μαρίας βοσκηθέντα, ν μνοντες, επον·
Οι βοσκοί (που ήταν κοντά στο σπήλαιο, όταν γεννήθηκε ο Κύριος) άκουσαν τους Αγγέλους να υμνούν το γεγονός, ότι ο Χριστός παρουσιάστηκε (εις την γην) με ανθρώπινη σάρκα. Και ενώ έσπευσαν προς Αυτόν, με της σκέψη ότι θα Τον έβλεπαν ως Ποιμένα (ως Ηγέτη, δηλαδή, με όλη τη λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια Του), εν τούτοις βλέπουν Αυτόν ως άμωμον πρόβατο (κατάλληλο δια θυσία), το οποίον είχε τραφεί  μέσα εις την κοιλία της Μαρίας. Υμνώντας  δε αυτήν, της είπαν:

Χαρε, μνο κα ποιμένος Μήτηρ· χαρε, αλ λογικν προβάτων.
Χαίρε, συ, που είσαι Μήτηρ Εκείνου, ο Οποίος είναι και Αμνός (ως άνθρωπος) και Ποιμήν (ως Θεός)· χαίρε, συ, που είσαι η μάνδρα των λογικών προβάτων (δηλαδή των πιστών).

Χαρε, οράτων χθρν μυντήριον· χαρε, Παραδείσου θυρν νοικτήριον.
Χαίρε, συ, που είσαι το όπλον, δια του οποίου αμυνόμεθα κατά των αοράτων εχθρών (Δαιμόνων) χαίρε, συ, που είσαι το κλειδί, δια του οποίου ανοίγονται οι θύρες του Παραδείσου.

Χαρε, τι τ οράνια συναγάλλεται τ γ· χαρε, τι τ πίγεια συγχορεύει ορανος.
Χαίρε, διότι εξ αιτίας σου τα ουράνια αγάλλονται μαζί με την γην·  χαίρε, διότι εξ αιτίας σου τα επίγεια πανηγυρίζουν μαζί με τους ουρανούς.

Χαρε, τν ποστόλων τ σίγητον στόμα· χαρε, τν θλοφόρων τ νίκητον θάρσος
Χαίρε, συ, που είσαι το αδιάκοπο κήρυγμα των αποστόλων (οι οποίοι συνεχώς ομιλούν δια τον από Εσένα σαρκωθέντα Θεό)· χαίρε, συ, που εμπνέεις εις τους μάρτυρες (της Πίστεως) ακατάβλητο  θάρρος.

Χαρε, στεῤῥὸν τς Πίστεως ρεισμα· χαρε, λαμπρν τς χάριτος γνώρισμα.
Χαίρε, συ, που είσαι το ασάλευτο βάθρον της Πίστεως· χαίρε, συ, εις το πρόσωπον της οποίας γνωρίσαμεν την λαμπρότητα της χάριτος (του Θεού).

Χαρε, δι᾿ ς γυμνώθη δης· χαρε, δι᾿ ς νεδύθημεν δόξαν.
Χαίρε, συ, μέσω της οποίας εγυμνώθη ο άδης (από την εξουσία του)· χαίρε, σύ, μέσω της οποίας εμείς περιβλήθηκαμε (ουράνιο) δόξαν.

Χαρε, Νύμφη νύμφευτε.




Θ
Θεοδρόμον στέρα, θεωρήσαντες Μάγοι, τ τούτου κολούθησαν αγλ·  κα ς λύχνον κρατοντες ατόν, δι᾿ ατο ρεύνων κραταιν νακτα·  κα φθάσαντες τν φθαστον, χάρησαν, ατ βοντες· λληλούϊα.
Όταν οι μάγοι είδαν τον αστέρα, ο οποίος έδειχνε τον δρόμο που έφερε προς τον (γεννηθέντα) Θεό, ακολούθησαν την λάμψη του. Έχοντες δε αυτόν ως λύχνο (που τους έδειχνε τον δρόμο), ερευνούσαν με αυτόν να βρουν  τον (νεογέννητο)  ισχυρό Βασιλέα. Αφού δε έφθασαν τοπικώς πλησίον Εκείνου, που (ως Θεός) είναι άφθαστος και απλησίαστος, γέμισαν από χαράν και είπαν για Αυτόν: Αινείτε τον Θεό!




Ι
δον παδες Χαλδαίων, ν χερσ τς Παρθένου, τν πλάσαντα χειρ τος νθρώπους· κα Δεσπότην νοοντες ατόν, ε κα δούλου λαβε μορφήν, σπευσαν τος δώροις θεραπεσαι, κα βοσαι τ Ελογημέν·
Είδαν (λοιπόν) οι μάγοι, οι απόγονοι των Χαλδαίων, στα χέρια της Παρθένου Εκείνον, που έπλασε με τας χείρας Του τους ανθρώπους. Και, αισθανόμενοι ότι το βρέφος αυτό ήταν ο Κύριος, έστω και αν είχε λάβει μορφήν δούλου (ανθρώπου δηλαδή), έσπευσαν να εκδηλώσουν την προς Αυτόν λατρεία τους με την προσφορά δώρων και να πουν εις την ευλογημένη Μητέρα Του:

Χαρε, στέρος δύτου Μήτηρ· χαρε, αγ μυστικς μέρας.
Χαίρε, συ, που είσαι η Μήτηρ του αστέρος ο οποίος ουδέποτε δύει· χαίρε, συ, που είσαι η αυγή της μυστικής ημέρας (δηλαδή της αιωνίου Βασιλείας του Θεού).

Χαρε, τς πάτης τν κάμινον σβέσασα· χαρε, τς Τριάδος τος μύστας φωτίζουσα.
Χαίρε, συ, που έσβησες την κάμινο της (ειδωλολατρικής) πλάνης· χαίρε, συ, που φωτίζεις τους οπαδούς της Τριαδικής Θεότητας.

Χαρε, τύραννον πάνθρωπον κβαλοσα τς ρχς· χαρε, Κύριον φιλάνθρωπον πιδείξασα Χριστόν.
Χαίρε, συ, που εξεθρόνισες τον απάνθρωπο τύραννο (τον διάβολο) από την εξουσία του· χαίρε, συ, που παρουσίασες (εις τον κόσμον) του Χριστόν ως φιλάνθρωπο Κύριον.

Χαρε, τς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας· χαρε, το βορβόρου υομένη τν ργων.
Χαίρε, σύ, που μας απαλλάσσεις από την βάρβαρο θρησκεία (της πολυθεΐας)· χαίρε, Εσύ, που μας ελευθερώνεις από τον βόρβορο των (αισχρών) έργων.

 
Χαρε, πυρς προσκύνησιν παύσασα· χαρε, φλογς παθν παλλάττουσα.
Χαίρε, σύ, που έπαυσες την λατρεία του πυρός (το οποίον πίστευαν ως θεό)· χαίρε, Εσύ, που μας σώζεις από τις φλόγες των (αμαρτωλών) παθών.

Χαρε, πιστν δηγ σωφροσύνης· χαρε, πασν γενεν εφροσύνη.
Χαίρε, Εσύ, που είσαι οδηγός σωφροσύνης διά τους πιστούς·  χαίρε, Εσύ, που είσαι χαρά και ευφροσύνη όλων των γενεών.

Χαρε, Νύμφη νύμφευτε.


 

Κ
Κήρυκες θεοφόροι, γεγονότες ο Μάγοι, πέστρεψαν ες τν Βαβυλνα·  κτελέσαντές σου τν χρησμόν, κα κηρύξαντές σε τν Χριστν πασιν, φέντες τν ρώδην ς ληρώδη, μ εδότα ψάλλειν·  λληλούϊα.
Οι μάγοι, αφού (μετά τα όσα είδαν εις την Βηθλεέμ) κατέστησαν κήρυκες του Θεού, επέστρεψαν (από άλλο δρόμο, όπως τους είπε ο Θεός,) εις την (πατρίδα των) Βαβυλώνα και αφού (με την προσφορά των δώρων των) εκπλήρωσαν τον χρησμό Σου, Σε κήρυξαν εις όλους ως τον από Θεό κεχρισμένο Μεσσία, άφησαν δε τον Ηρώδη, ο οποίος, ως μωρολόγος και ανόητος που ήταν, δεν γνώριζε να ψάλλει:  Αινείτε τον Θεό.




Λ
Λάμψας ν τ Αγύπτ, φωτισμν ληθείας, δίωξας το ψεύδους τ σκότος· τ γρ εδωλα ταύτης Σωτήρ, μ νέγκαντά σου τν σχύν, πέπτωκεν·ο τούτων δ υσθέντες, βόων πρς τν Θεοτόκον·
Αφού  έλαμψες και εις την Αίγυπτο (όπου διέφυγες δια να σωθείς  από την μανία του Ηρώδη,) το φως της αληθινής θεογνωσίας, εξαφάνισες το σκότος της ψευδούς (ειδωλολατρικής) αρεσκείας. Διότι τα είδωλα της Αιγύπτου, Σωτήρ, κατέπεσαν, επειδή δεν υπέφεραν την ισχύ της παρουσίας Σου. Εκείνοι δε που απηλλάγησαν από την απαισία υποδούλωση εις την λατρεία των ειδώλων,     κραύγαζαν προς την Θεοτόκο:

Χαρε, νόρθωσις τν νθρώπων· χαρε, κατάπτωσις τν δαιμόνων.
Χαίρε, Εσύ, που είσαι η ανόρθωσις των ανθρώπων·  χαίρε, Εσύ, που είσαι η κατάπτωσις των Δαιμόνων.

Χαρε, τς πάτης τν πλάνην πατήσασα· χαρε, τν εδώλων τν δόλον λέγξασα.
Χαίρε, Εσύ, που καταπάτησες (και εξαφάνισες) την πλάνην της απάτης (του Διαβόλου)· χαίρε, Εσύ, που φανέρωσες τον δόλο (του σατανά) που υποκρυπτόταν εις τα είδωλα.

Χαρε, θάλασσα ποντίσασα Φαρα τν νοητόν·
χαρε, πέτρα ποτίσασα τος διψντας τν ζωήν.
Χαίρε, θάλασσα, που βύθισες τον νοητό Φαραώ (τον διάβολον)·  χαίρε, βράχε, που (ανέβλυσες ύδωρ και) πότισες  όσους διψούσαν την ζωή.

Χαρε, πύρινε στλε, δηγν τος ν σκότει· χαρε, σκέπη το κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης.
Χαίρε, πύρινε στύλε, που φωτίζεις και (με ασφάλειαν) οδηγείς όσους πορεύονται εις το σκότος χαίρε, σκέπη του κόσμου, που είσαι πλατυτέρα της (παλαιάς εκείνης) νεφέλης.

Χαρε, τροφ το μάννα διάδοχε· χαρε, τρυφς γίας διάκονε.
Χαίρε, Εσύ, που είσαι η τροφή μας, η οποία διαδέχθηκε το μάννα· χαίρε, Εσύ, που είσαι η διάκονος αγίας (πνευματικής) απολαύσεως.

Χαρε, γ τς παγγελίας· χαρε, ξ ς έει μέλι κα γάλα.
Χαίρε, Εσύ, πού είσαι η Γη  της Επαγγελίας (εκείνη δηλαδή που είχε υποσχεθεί  ο Θεός)· χαίρε, Εσύ, εκ της οποίας ρέει (πνευματικόν) μέλι και γάλα.

Χαρε, Νύμφη νύμφευτε.

 


                                Μ
Μέλλοντος Συμενος, το παρόντος αἰῶνος, μεθίστασθαι το πατενος,  πεδόθης ς βρέφος ατ, λλ᾿ γνώσθης τούτ κα Θες τέλειος· διό περ ξεπλάγη, σο τν ἄῤῥητον σοφίαν, κράζων·  λληλούϊα.
Όταν ο (πρεσβύτης) Συμεών έμελλε να φύγει από την παρούσα ζωήν, την μάταιη  και απατηλή, δόθηκες στα χέρια του ως βρέφος (κατά την ημέραν του «Σαραντισμού»), αλλά τον έκαμες να εννοήσει ότι είσαι (όχι μόνον τέλειος άνθρωπος, αλλά) και τέλειος Θεός. Δια τούτο στάθηκε  με έκπληξη και θαυμασμό εμπρός εις την απερίγραπτο σοφία Σου και αναφώνησε: Αινείτε τον Θεό!