Ιστορικό Ιεράς Μονής Παναγίας Κατερινούς



 

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΤΕΡΙΝΟΥΣ

 

 


 

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Κατερινοῦς, κτισμένη σὲ μία πυκνόφυτη παρυφὴ τοῦ ὄρους Ἀρακύνθου τῆς ἀρχαιοτάτης Αἰτωλίας, αἰῶνες τώρα ζωντανεύει μὲ τὴν παρουσία της τὴν ἱστορική της παράδοση καὶ προσφέρει στοὺς εὐλαβεῖς προσκυνητὲς στιγμὲς ἠρεμίας, περισυλλογῆς καὶ ψυχικῆς ἀνάτασης.  Εἶναι μεταβυζαντινό μνημεῖο καὶ ὑπάγεται στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, στὸν Δῆμο Ἀγρινίου καὶ καταχωρεῖται νότια τῆς λίμνης Τριχωνίδος καὶ στὴ βόρεια πλαγιὰ τοῦ ὅρους Ἀρακύνθου (ἢ Ζυγοῦ). Βρίσκεται σὲ μία κρυμμένη πυκνόφυτη πτύχωση, τρία χιλιόμετρα περίπου πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴν κωμόπολη Γαβαλοῦ Μακρυνείας (ἀρχαῖο Τριχώνιο) κοντὰ στὴν ἀρχαία κώμη τῶν Ἄκρων (τοῦ Λιθοβουνίου). Ἡ Μονὴ ἀποτελεῖ ἕναν τόπο ἱερό, τόπο προσκυνήματος, ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἕναν ἐπίγειο παράδεισο φυσικῆς ὀμορφιᾶς μὲ τὰ πανύψηλα πλατάνια, τὶς καταπράσινες πλαγιές, μὲ τὰ ποικίλα δένδρα καὶ τὶς θαμνώδεις ἐκτάσεις, ποὺ θυμίζουν τροπικὸ δάσος.

 

 

Κέντρο τοῦ Ἱεροῦ Προσκυνήματος εἶναι ἡ Ἁγία εἰκόνα τῆς Παναγίας Παντάνασσας ἢ Κατερινιώτισσας, ἡ ὁποία ἔχει πλούσια χάρη καὶ εὐλογία, θαυματουργεῖ σὲ ὅσους προσέρχονται μὲ πίστη καὶ ἐκζητοῦν τὴν μεσιτεία Της. Σὲ Αὐτὴν ὑψώνονται σιωπηλὰ καὶ ταπεινὰ καὶ οἱ καθημερινὲς προσευχὲς τῶν μοναχῶν μέσα ἀπὸ τὰ διακονήματά τους.

  

 

Ἡ προσωνυμία «Κατερινοῦ» πιθανότατα δηλώνει τοπωνύμιο. Ὡς Μονὴ Κατερινοῦς ἀναφέρεται σὲ ὅλα τὰ ἔγγραφα τῆς ἀλληλογραφίας τῆς Μονῆς στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα κ.ἑ. καὶ ἑορτάζει στὸ Γενέσιο τῆς Θεοτόκου. Τοπικὴ παράδοση ἀναφέρει ὅτι κάποια βοσκοπούλα μὲ τὸ ὄνομα Κατερίνα ἔβλεπε παράδοξο φῶς καὶ ἄκουσε οὐράνια φωνή, ἡ ὁποία τὴν καθοδήγησε να βρει Εἰκόνα τῆς Παναγίας στὸ σημεῖο ποὺ φεγγοβολοῦσε τὸ θεῖο φῶς. Ἡ Κατερίνα πῆρε ἐντολὴ ἀπὸ τὴν Παναγία νὰ κτίσει εἰκονοστάσι στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, γιὰ νὰ προσεύχονται οἱ περαστικοὶ καὶ νὰ ἁγιάζονται. Στὴν οὐράνια αὐτὴ ἀποκάλυψη, στηρίζεται ἡ ἵδρυση ἀργότερα τοῦ μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας τῆς Κατερινοῦς, ἱστορία γνωστὴ καὶ ἀπὸ ἄλλα μοναστήρια τῆς Παναγίας, τὰ ὁποῖα δημιουργήθηκαν μὲ παρόμοιο τρόπο, ὅπως ἡ Παναγία Προυσοῦ, ἡ Παναγία Τατάρνας, ἡ Μονὴ Μεγάλου Σπηλαίου, ἡ Παναγία Τρυπητὴ Αἰγίου κ.ἄ.

 

 

Οἱ γραπτὲς πληροφορίες ποὺ ὑπάρχουν καὶ στὶς ὁποῖες γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἵδρυση τῆς Μονῆς, φθάνουν στὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα, ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα βίωνε τὴν πικρὴ σκλαβιὰ τῆς Ὀθωμανικῆς κυριαρχίας. Τὴν δύστηνη ἐκείνη ἐποχὴ οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες συσπειρώνονταν γύρω ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κέντρα. Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 18ου αἰώνα παρατηρεῖται στὶς ἠπειρωτικὲς περιοχὲς ἡ ἵδρυση πολλῶν Μοναστηριῶν καὶ Ἐκκλησιῶν ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα.

 

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κατερινοῦς εἶναι ἕνα ἱστορικὸ μεταβυζαντινὸ μοναστήρι. Τὸ μοναστηριακό κτίριο, ὅπως σώζεται σήμερα ἀνάγεται στὸ ἔτος 1770, ἔχει διώροφα κελλιὰ χτισμένα μὲ πέτρα σὲ σχῆμα (Γ) βόρεια καὶ δυτικὰ τοῦ Ναοῦ. Στὸ ἰσόγειο πρὸς τὸ μέρος τῆς αὐλῆς, ὑπάρχει πέτρινη καμαροσκεπὴς στοὰ καὶ ξυλόστεγος στὸν ἄνω ὄροφο. Στὸ κέντρο τῆς αὐλῆς, βρίσκεται τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς, τὸ ὁποῖο κτίσθηκε τὸ 1979 στὸν τύπο τρίκλιτης τσιμεντένιας βασιλικῆς, μὲ ὑπερυψωμένο τὸ κεντρικὸ κλίτος, ἀφοῦ πρῶτα κατεδαφίσθηκε ὁ παλαιὸς μεταβυζαντινὸς ναός. Ἑπομένως ὁ παλαιὸς ναὸς τοῦ 1770, ὑψωνόταν στὴν ἴδια θέση καὶ ἦταν τρίκλιτη (2x4 κίονες), πέτρινη βασιλικὴ μὲ ἐγκάρσιο κλίτος. Οἱ ὑπερυψωμένες στέγες τοῦ κεντρικοῦ καὶ ἐγκάρσιου κλίτους σχημάτιζαν σταυρό καὶ στὴ διασταύρωσή τους ὑψωνόταν ὀκταγωνικὸς τροῦλλος, μὲ ὁριζόντιο γεῖσο καὶ στενόμακρα μονόλοβα παράθυρα σὲ κάθε πλευρά. Στὴν ἀνατολικὴ πλευρά, τὸ κεντρικὸ κλίτος κατέληγε σὲ ἑπτάπλευρη ἁψίδα.

 

Ὁ μεταβυζαντινὸς αὐτὸς Ναὸς ὑπῆρχε ἀπὸ τὸ 1769 ἕως τὸ 1979 καὶ ἦταν χτισμένος πάνω σὲ παλαιότερο ναό, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ περὶ τὸ 1725. Ἐπάνω ἀπὸ τὴν βόρεια θύρα τοῦ μεταβυζαντινοῦ ναοῦ ὑπῆρχε ἐπιγραφὴ κεφαλαιογράμματη, χαραγμένη σὲ μαρμάρινη πλάκα, ποὺ σώζεται σήμερα σὲ τόξο τοῦ μοναστηριακοῦ κτιρίου καὶ μαρτυρεῖ τὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ:

«1770 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 10 /ΑΝΗΓΕΡΘΗ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟ(Σ) ΚΑΙ ΘΕ(Ι)/ΟΣ

ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟ/ΚΟΥ ΔΙΑ ΣΗΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΞΟΔΟΥ/

ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥ/ΜΕΝΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ

ΙΕΡΟ/ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΛΗΝΗΚΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝ/ΑΔΕΛΦΩΝ ΕΙ/(Ε)Ρ(Ο)ΜΟΝΑΧ(ΩΝ)».

 


 

 

 

Η ΕΦΕΣΤΙΟΣ ΕΙΚΟΝΑ ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΚΑΤΕΡΙΝΙΩΤΙΣΣΑ

 


 

 

Στὸ τέμπλο τοῦ Ναοῦ, ἀριστερὰ τῆς Ὡραίας Πύλης, βρίσκεται τοποθετημένη ἡ ἔνθρονη Θεοτόκος ἡ Παντάνασσα ἤ Κατερινιώτισσα. Ἀποτελεῖ τὸ πολυτιμότερο κειμήλιο ποὺ κοσμεῖ τὴν Ἱερὰ Μονή, γνωστὴ ὡς Μονὴ Παναγίας Κατερινοῦς. Ἡ Εἰκόνα χρονολογεῖται τὸ 1865, εἶναι θαυματουργὴ καὶ εὐλογεῖ ὅσους μὲ πίστη καὶ εὐλάβεια προσέρχονται σὲ αὐτήν. Τὰ θαύματα ποὺ ἐπιτελεῖ εἶναι ἀπειράριθμα καὶ καθημερινά. Εὐλαβεῖς χριστιανοὶ μαρτυροῦν τὴν ζωντανὴ παρουσία τῆς Θεομήτορος, στὴ λύση τῆς στειρώσεως γιὰ τεκνογονία, στὴν ἴαση ἀσθενῶν σώματος καὶ ψυχῆς, ἀκόμη καὶ στὴν πληροφόρηση τῶν πιστῶν νὰ ἔρθουν νὰ τὴν προσκυνήσουν. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐφέστιος Εἰκόνα τῆς Μονῆς Κατερινοῦς, ἡ ὁποία ὡς θαυματουργὴ χαρακτηρίζεται καὶ Προστάτις τῆς Μονῆς καὶ ὅλων τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς ποὺ ἐπικαλοῦνται τὴν Παναγία. Ἡ λέξη «ἐφέστιος» εἶναι ἀρχαία ἑλληνική, ἡ ἐτυμολογία της (ἐφέστιος < ἐπὶ + ἑστία) σημαίνει προστασία, προστάτις. Διότι, ὅταν ἡ Ἐφέστιος εἰκόνα βρίσκεται σὲ Μονή, γίνεται μία ἑστία ψυχικῆς ἀνάτασης καὶ μεταστροφῆς, προστατεύει τὸ μοναστήρι αὐτό, στὸ ὁποῖο φυλάσσεται ἡ Εἰκόνα.

 

 

Στὴν Ἱερὰ Μονὴ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου Κατερινοῦς, φιλοξενεῖται παλαιὰ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς ἔνθρονης Θεοτόκου (ΜΡ ΘΥ) μὲ τὴν προσωνυμία «Η ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΑ» ἡ Βασίλισσα τῶν πιστῶν, ἡ ὁποία βασίζεται στὰ πρότυπα τῆς Ὁδηγήτριας. Ὁ ζωγράφος προτιμᾶ τὶς μορφὲς φωτεινές, τὰ χρώματα εἶναι ἀνοικτὰ καὶ χαρούμενα καὶ ἡ ζωγραφικὴ ἀποκτᾶ ἔντονο διακοσμητικὸ χαρακτήρα μὲ τὸν ὡραῖο ξυλόγλυπτο θρόνο τῆς Παναγίας. Στὸ κάτω μέρος τῆς Εἰκόνας σημειώνεται ἡ ἐπιγραφὴ: «1865 Μαρτίου 26, χεὶρ Ἰω. Ζωγράφου, διὰ συνδρομῆς Ἀγαθαγγέλου Ἱερομονάχου τῆς Μονῆς Κατερηνοῦ». Ὁ Ἰωάννης Ζωγράφος εἶναι γνωστὸς στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνείας καὶ ἀπὸ ἄλλα ἔργα του. Κατάγονταν ἀπὸ τὶς Ἄκρες, τὸ Μποτίνο ἢ Λιθοβούνι, ὅπως ὀνομάζεται σήμερα.

 

Ὁ εἰκονογραφικὸς αὐτὸς τύπος τῆς Παναγίας τῆς Κατερινιώτισσας εἶναι πολυπρόσωπος· στὸ κέντρο προβάλλεται ἡ ἔνθρονη Βρεφοκρατοῦσα Παναγία, μὲ τὴν κεφαλὴ ἐλάχιστα στραμμένη πρὸς τὸν Χριστό. Παριστάνεται ὡς Βασίλισσα, φέροντας στέμμα στὴν κεφαλή, ἐνῶ κρατεῖ τὸν Χριστὸ τρυφερὰ στὴν ἀγκάλη της καὶ περιβάλλεται ἑκατέρωθεν στὸν θρόνο της ἀπὸ δύο σεβίζοντες ἀρχαγγέλους, τὸν Μιχαὴλ καὶ τὸν Γαβριήλ. Στὸ κάθισμα τοῦ θρόνου, εἰκονίζονται τέσσερις προφῆτες, οἱ ὁποῖοι ἀποδίδονται σὲ μικρογραφία καὶ κρατοῦν ἀνοικτὰ ἐνεπίγραφα εἰλητάρια. Ὁ Χριστὸς μὲ τὸ δεξὶ χέρι εὐλογεῖ καὶ μὲ τὸ ἀριστερὸ κρατεῖ εἰλητάριο ποὺ ἀναγράφει: «Πνεῦμα Κυρίου ἐπ’ ἐμέ, οὗ εἵνεκεν ἔχρισε μὲ εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκέ με». Ὅλη ἡ εἰκόνα ἀποπνέει γλυκύτητα, χάρη, ὀμορφιὰ καὶ μεγαλοπρέπεια.

 

Στὶς ἐπιγραφὲς τῶν ἀγγέλων, ἡ Παναγία ὑμνεῖται μὲ στίχους ἀπὸ τοὺς Χαιρετισμούς Της: «Χαῖρε ὅτι ὑπάρχεις βασιλέως καθέδρα», «Χαῖρε ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα». Οἱ τέσσερις προφῆτες ἑκατέρωθεν τοῦ θρόνου τῆς Παναγίας, προκατήγγειλαν τὸν ἐρχομό Της μὲ τὶς ἀκόλουθες προεικονίσεις: ὁ βασιλιὰς Δαυῒδ μὲ τὴν ἐπιγραφἠ: «ἐγὼ κιβωτὸν ἡγιασμένην κόρην κέκληκά σε πρὶν προβλέπων σε...», ὁ βασιλιὰς Σολομὼν: «ἐγὼ κλίνην τοῦ βασιλέως κόρη κέκληκά σε πρὶν κηρύττων σου τὸ θαῦμα...», ὁ Ἀρχιερέας Ἀαρὼν: «ἀνθήσασα ράβδον…κόρη θαῦμα προκαταγγέλω» καὶ ὁ Προφήτης Μωυσῆς: «βάτον κέκληκά σε κόρη ἀνθρώπων σκέπη».

 

Ἡ Παντάνασσα Παναγία μας εἶναι, μετὰ τὴν Ἁγία Τριάδα, «ἡ ἔχουσα τὰ δευτερεῖα» καὶ ὑπερέχει μὲ τὴν θαυματουργική Της χάρη ὅλων τῶν ἄλλων Ἁγίων. Εἶναι Ἐκείνη, ἡ ὁποία μετὰ τὸν Χριστὸ ἀγαπᾶ ὑπερβολικὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ θέλει νὰ τὸν ὁδηγήσει στὸν δρόμο τῆς σωτηρίας. Γι’ αὐτὸ μὲ τὸν δικό της τρόπο καθοδηγεῖ, παρηγορεῖ, θεραπεύει καὶ προστατεύει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ κάθε λογῆς πειρασμοὺς καὶ κινδύνους, ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς. Καὶ ὁ κάθε πιστὸς βιώνει τὴν Παναγία ὡς κύρια καὶ πρώτη καταφυγή του, ὡς ἀμετάθετη ἐλπίδα, ἀσφάλεια καὶ προστασία, ὡς πρέσβειρα καὶ μητέρα του, ὡς παντοτινὸ συνοδοιπόρο του, ἀρκεῖ νὰ διαθέτει ζωντανὴ πίστη. Διότι «μία μεσιτεία, ἕνας λόγος, ἕνα νεῦμα ἔχει τὴν δύναμη νὰ ἀλλάξει τὴν θεία ὁρμὴ καὶ ἀγανάκτηση σὲ Φῶς, Ἔλεος, Εὐσπλαχνία» ἔγραψε ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἠλίας Μηνιάτης.

 

Ἡ προσφυγή μας στὴν Μητέρα μας Παναγία εἶναι ὁ ἀμεσότερος τρόπος νὰ λάβουμε ἀπὸ Ἐκείνη τὴν βοήθειά Της γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ συγχρόνως νὰ «φωτίσει τὸ σκότος τῆς ψυχῆς μας» καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὸν Χριστό, γεγονὸς ποὺ θὰ ἀποβεῖ στὴν σωτηρία σώματος καὶ ψυχῆς, ποὺ εἶναι τὸ καλύτερο καὶ πνευματικότερο δῶρο στὴν ζωή μας.

 

 

 

 

ΑΠΟ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΤΕΡΙΝΙΩΤΙΣΣΑΣ

 


 

Πολλὰ καὶ διάφορα θαύματα ἀποδίδονται στὴν Παναγία τῆς Κατερινοῦς, ὅπως καταγράφηκαν ἢ τὰ ἀφηγοῦνται συνεχῶς εὐλαβεῖς προσκυνητές. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀποτυπώθηκε στὴν Εικόνα της Παναγίας τὴν ὥρα ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα. Ἀπὸ τὀτε μία διακριτικὴ σχισμὴ διατηρεῖται στὴν Εἰκόνα τῆς Παναγίας μετὰ τὸ θαῦμα. Τὸ θαυμαστὸ γεγονὸς πραγματοποιήθηκε τὸ 1954, κατὰ τὴν πανήγυρη τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἦταν παρόντες καὶ ζοῦν σήμερα διαβεβαιώνουν τὸ θαῦμα αὐτό, ὅπως καὶ οἱ πρῶτες πέντε Μοναχὲς μὲ τὴν Ἡγουμένη Ἀγαθαγγέλη διαβεβαίωσαν τὴν ἴαση μίας εἰκοσάχρονης κόρης, ἡ ὁποία ἔπασχε ἀπὸ ψυχικὴ νόσο.

 

Ἡ Νικολέτα μὲ τὴν μητέρα της καὶ τὴν ἀδελφή της προσῆλθε ἀπὸ τὴν Πάτρα στὸ Μοναστήρι τῆς Παναγίας Κατερινοῦς, εἴκοσι ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν Ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου το 1954 καὶ μὲ πίστη παρακάλεσε τὴν Ἡγουμένη νὰ προσευχηθοῦν γιὰ τὴν ἴασή της. Μὲ τὴν συνδρομὴ τῶν 5 μοναζουσῶν μετὰ ἀπὸ κοινὴ ἀδιάλειπτη προσευχὴ μοναχῶν καὶ συγγενῶν, ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρες, ἡ κόρη ἰάθηκε πλήρως. Τὴν ὥρα ποὺ ἔγινε τὸ θαῦμα, ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας παρουσίασε μία σχισμή, ὡς μαρτυρία τοῦ θαύματος καὶ ὡς ὁμολογία τῆς ζωντανῆς πίστης τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐπιζητοῦν ἕνα θαῦμα. Ἡ Νικολέτα ἔμεινε ἔκτοτε στὸ μοναστήρι εὐχαριστώντας τὴν Παναγία, λίγο ἀργότερα ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Θεοπίστη καἰ ἐκοιμήθη τὸ 2004 στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μετανορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ Ἀγγελόκαστρο.

 

 

Ἡ Παναγία χαρίζει τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο

 

Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Κατερινιώτισσας ἔχει τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν εἰδικὴ χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ χαρίζει τέκνα σὲ γυναῖκες ποὺ δυσκολεύονται στὸ θέμα τῆς τεκνογονίας. Εἶναι γνωστὲς πολλὲς περιπτώσεις γυναικῶν ποὺ ἀποκτοῦν παιδιά, μετὰ ἀπὸ θερμὴ παράκληση στὴν Παναγία τὴν Κατερινιώτισσα. Πολλὰ ἄτεκνα ἀνδρόγυνα ἀπὸ τὴν περιοχὴ καὶ ὄχι μόνο, προσέτρεξαν στὴν Παναγία τὴν Κατερινιώτισσα, Τὴν παρακάλεσαν μὲ πόνο καὶ πόθο ψυχῆς νὰ τοὺς χαρίσει παιδιά. Πολλὲς φορὲς ζήτησαν ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη τῆς Μονῆς νὰ γίνει ἀπὸ κοινοῦ Παράκληση στὴν Παναγία. Μετὰ ἀπὸ τὴν ἱκετευτικὴ προσευχή, ἡ Ἡγουμένη τοὺς ἐνθάρρυνε ὅτι ἡ Μεγαλόχαρη θὰ κάνει τὸ θαῦμα Της. Μετὰ ἀπὸ τὸν ἀπαιτούμενο χρόνο, κρατώντας στὴν ἀγκαλιά τους τὰ παιδάκια τους, ἦρθαν στὴν Παναγία νὰ Τὴν εὐχαριστήσουν καὶ νὰ τὰ βαφτίσουν. Ἀπὸ τὸ 1865 ποὺ ἡ θαυματουργὴ Εἰκόνα τῆς Παναγίας εἰκονίζεται στὸ τέμπλο τοῦ Ναοῦ, πάμπολλα ἄτεκνα ζευγάρια ἔχουν ζητήσει τὴν βοήθειά Της, τεκνοποίησαν καὶ βάφτισαν τὰ παιδιά τους στὸ Μοναστήρι. Καὶ τὴ σημερινὴ ἐποχὴ, ἡ ἱερὴ αὐτὴ συνήθεια συνεχίζεται καὶ οἱ βαπτίσεις ποὺ γίνονται στὸ Μοναστήρι ἀποτελοῦν εὐχαριστίες τῶν πιστῶν γονέων στὴν Κεχαριτωμένη Θεοτόκο. Ἑκατοντάδες εἶναι τὰ τάματα, ποὺ ἄφησαν στὴν Παναγία ὡς εὐχαριστία.

 

ΥΓ. Περισσότερα θαύματα ἀναφέρονται στὸ Βιβλίο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κατερινοῦς, Γενέσιον τῆς Θεοτόκου. Ἐκδόσεις Ε. Σπύρου, Ἀθήνα 2023.

 

  

 

Η ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ στὶς 8 Σεπτεμβρίου

 


 

 Στὴν ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, κάθε χρόνο γίνεται μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ πανήγυρη. Τὴν παραμονὴ τὸ ἀπόγευμα ψάλλεται ὁ Μέγας Ἑσπερινὸς μὲ ἀρτοκλασία καὶ γίνεται περιφορὰ τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνας τῆς Παναγίας. Κατὰ τὴν 10η ὥρα βραδυνή, ἀρχίζει ἡ καθιερωμένη ἀγρυπνία μέχρι τὶς 2 τὰ μεσάνυχτα. Ἀνήμερα τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος τοῦ Ἐπισκόπου ποὺ περιστοιχίζεται ἀπὸ πολλοὺς Ἱερεῖς καὶ λαμπρύνει τὴν πανήγυρη, εὐλογώντας τὸ πλῆθος τῶν πιστῶν ποὺ συρρέουν ἀπὸ ὅλα τὰ χωριὰ τῆς Τριχωνίδος καὶ ἀπὸ ἄλλες περιοχές. Τὸ ἀπόγευμα ἀνήμερα τῆς Ἑορτῆς ψάλλεται Ἑσπερινὸς καὶ ὁ Παρακλητικὸς Κανὼν στὴν Παναγία Κατερινιώτισσα.

 

Κατὰ τοὺς τελευταίους δύο αἰῶνες, τὴν παραμονὴ καὶ ἀνήμερα τῆς Ἑορτῆς τῆς Παναγίας ὑπῆρχε ἡ ἱερὴ συνήθεια, πλῆθος προσκυνητῶν ἀπὸ ὅλα τὰ χωριὰ τῆς Μακρυνείας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ παντοῦ κατάκλυζαν τὸ Μοναστήρι, παλαιότερα μὲ τὰ πόδια ἢ μὲ τὰ ὑποζύγια. Οἱ πλαγιὲς γύρω ἀπὸ τὴν Μονὴ καὶ ὁ αὔλειος χῶρος γέμιζαν ἀπὸ πιστοὺς ποὺ ἔρχονταν νὰ ἀποδώσουν τιμἐς στὴν Παναγία, νὰ φέρουν τὸ τάμα τους καὶ νὰ Τὴν εὐχαριστήσουν.

 


 

 

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΟΝΗ ΚΑΤΕΡΙΝΟΥΣ

 

Γιὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κατερινοῦς δὲν ὑπάρχουν γραπτὲς πληροφορίες. Μετὰ τὴν Ἅλωση τοῦ 1453, οἱ ὑπόδουλοι Ἕλληνες μετακινοῦνταν κυρίως στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα πρὸς τὰ ὀρεινά, γιὰ νὰ ἀντισταθοῦν στοὺς κατακτητὲς καὶ νὰ ἐπιβιώσουν μὲ πνεῦμα ἐθνικῆς ὁμόνοιας καὶ ἐλευθερίας, διατηρώντας τὶς παραδόσεις τους. Κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, δημιουργήθηκαν πολλὰ μοναστήρια, ἰδιαίτερα σὲ ὀρεινὲς περιοχὲς, τὰ ὁποῖα ἀπετέλεσαν τὸ καταφύγιο τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑπῆρξε ἕνα μεγάλο σχολεῖο πνευματικῆς ἀντιστάσεως, ἠθικῆς ἐλευθερίας καὶ ἐθνικῆς ἀφυπνίσεως. Ὁ παπὰς ἢ ὁ καλόγερος λαμβάνοντας ὅλες τὶς προφυλάξεις δίδασκε στὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ τὰ «κολλυβογράμματα» μὲ διδακτικὰ ἐγχειρίδια κυρίως τὸ Ψαλτήρι καὶ τὴν Ὀκτώηχο.

 

Ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κατερινοῦς ὑπῆρξε μία πνευματικὴ ἑστία, ἐθνική, κοινωνική καὶ μορφωτική. Σὲ δύσκολους καιροὺς, οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ μοναχοὶ τῆς Μονῆς μάθαιναν γράμματα στὰ σκλαβωμένα Ἑλληνόπουλα σὲ κρυφὸ σχολειό, ποὺ λειτουργοῦσε στὸ μικρὸ μοναστήρι τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς (στὸ Κελλὶ τῆς Παλιογαβαλοῦς), ποὺ βρίσκεται σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Μονὴ Κατερινοῦς καὶ εἶχε παράλληλη ζωὴ καὶ ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ μεγαλύτερο Μοναστήρι τῆς Κατερινοῦς.

 

Ἡ Μονὴ Κατερινοῦς, ἤδη ἀπὸ τὸν 17ο αἰώνα εἶναι ἐνεργὸ μοναστήρι, συμμετέχει στὰ βιώματα τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς καὶ ἔχει πλούσια βιβλιοθήκη. Ἡ πρώτη ἀρχειακὴ μαρτυρία τὸ 1725 ἀνάγεται στὶς σωζόμενες ἐνθυμήσεις τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου Παπακυριακοῦ, ποὺ γράφτηκαν «διὰ χειρὸς ταπεινοῦ Ἐπισκόπου Ἠσαΐα» σὲ περιθώρια τοῦ βιβλίου τῆς Μονῆς Κατερινοῦς, ποὺ ἐπιγράφεται «Μέλισσα». Τὸ βιβλίο τυπώθηκε τὸ 1680 ἀπὸ τὸν Νικόλαο Γλυκὺ στὴν Βενετία μὲ σοφὲς πνευματικὲς γνῶμες ρητόρων, φιλοσόφων, ποιητῶν. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Παπακυριακοῦ καταγράφει ἀπὸ τὸ ἐξώφυλλο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ τὶς χειρόγραφες σημειώσεις τοῦ Ἐπισκόπου Ἠσαΐα. Ἀνάμεσα στὰ παλαιὰ βιβλία τῆς Μονῆς ἀναφέρεται Εὐαγγέλιο τοῦ 1686 (αχπς΄), ποὺ ἐκδόθηκε στὴ Βενετία ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐκδότη Νικόλαο Γλυκὺ ἐξ Ἰωαννίνων, ἀφιερωμένο στὸν Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Μελέτιο Τυπάλδο. Ἐπιπλέον ὑπάρχει καὶ τὸ βιβλίο Θεία Γραφὴ τοῦ 1687 σὲ μεγάλο μέγεθος, ἀπὸ τὸν ἴδιο ἐκδότη τὸν Νικόλαο Γλυκὺ καὶ ἐμπεριέχει τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη.

 

Ἡ περιοχὴ τῆς Μακρυνείας κατά την Τουρκοκρατία διατηρεῖ ἀναλλοίωτη τὴν Ἱερὴ παράδοση, ὡς δύναμη ζωῆς καὶ ὡς πηγὴ ἐμπνεύσεως καὶ δημιουργίας. Αὐτὴ ἡ πνευματικὴ παράδοση ποὺ διαμορφώθηκε διαμέσου ἱστορικῶν καὶ βιοτικῶν περιπετειῶν, δέχτηκε μεγάλη ἐνίσχυση στὶς ψυχὲς τῶν Μακρυνείων ἀπὸ τὰ ἐθνεγερτικὰ κηρύγματα Χριστιανικῆς Ρωμιοσύνης τῶν δύο Μεγάλων Αἰτωλ/νων διδασκάλων τοῦ Γένους, τοῦ Ἁγίου τῶν σκλάβων Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τοῦ φωτιστῆ τῶν σκλάβων Εὐγενίου Γιαννούλη τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, γεννημένος στὸ Μέγα Δένδρο, κοντὰ στὰ βορειοανατολικὰ σύνορα τῆς Μακρυνείας, περιόδευσε σὲ ὅλα τὰ χωριά της καὶ ἐνίσχυσε τοὺς ὑπόδουλους Μακρύνειους μὲ τὰ ἰδανικὰ τῆς Ἀληθινῆς Πίστης, τῆς γνήσιας παιδείας, τῆς Ἑλληνικῆς καὶ Ὀρθόδοξης κοινωνικότητος, ἐνισχύοντας τὸν ἀγώνα τους γιὰ τὴν διεκδίκηση τῆς Ἐλευθερίας. Ὑπῆρξε ὁ πιὸ ἐπιβλητικὸς λαϊκὸς ἀναγεννητὴς τῶν τελευταίων χρόνων τῆς δουλείας, ποὺ συνέβαλε θετικὰ στὴν προεργασία γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς Ἀπελευθέρωσης.

 

Ὁ τόπος ποὺ γεννήθηκε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, τὸ Μεγαδένδρο, γίνεται τὸ ὁρμητήριο γιὰ τὴν περιοδεία του στὴν περιοχή τῆς Αἰτωλίας ἀπὸ τὸ 1769 ἕως τὸ 1770. Ἡ Μακρυνεία καὶ τὰ χωριά της τὸν δέχονται συχνά. Ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη περιοδεία του (1760-1763) πέρασε γιὰ πρώτη φορά. Στοὺς γαιοκτήμονες τῆς περιοχῆς δὲν ἦταν καθόλου ἀρεστός, διότι ἀπασχολοῦσε τοὺς ἐργαζόμενους καὶ φοβοῦνταν μήπως ξεσηκωθοῦν ἐναντίον τους. Στὶς Παπαδάτες, ἐπὶ τοῦ ὄρους Ἀρακύνθου, ποὺ ἦταν τότε τὸ παλαιὸ χωριό, στὸν Ναὸ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, διδάσκει καὶ κτίζει νάρθηκα στὸ δυτικὸ τμῆμα, στὴν προέκταση τοῦ ναοῦ, γιὰ κρυφὸ σχολεῖο, ποὺ σώζεται ἕως σήμερα. Στὴν νότια πλευρὰ τοῦ Ναοῦ, διατηρεῖται τὸ ὑπόστεγο ποὺ ἔγινε τότε γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ Σχολείου αὐτοῦ. Ὁ Ἅγιος παρακινοῦσε τοὺς χριστιανοὺς νὰ προσφέρουν τὸ κατὰ δύναμιν διὰ τὸ σχολεῖον τους. Σὲ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς κατοίκους τῶν Παπαδατῶν ἀναφέρει: «…Πρέπει δὲ καὶ ἡ εὐγένειά σας, πάντες νὰ βοηθᾶτε πάντοτε τὸ σχολεῖον σας ἐξ ἰδίων πόνων, ἢ κοινῶς ἀπὸ τὴν χώραν, ἢ καὶ ἀπὸ βακούφια, διὰ νὰ λάβητε καὶ παρὰ Θεοῦ τὸν μισθόν σας καὶ τιμὴν παρὰ ἀνθρώπων...» Οἱ μεγάλοι γαιοκτήμονες ἀρνήθηκαν τὴν πίστη τους καὶ τὸν ἐθνισμό τους, γιὰ νὰ τὰ ἔχουν καλὰ μὲ τοὺς Τούρκους. Μὲ τὴν αἰσχρὴ πλεονεξία τους ἀπομυζοῦσαν καὶ τὴν ἐλαχίστη οἰκονομικὴ ἰκμάδα τοῦ λαοῦ. Ὁ Πατροκοσμᾶς ὅμως δὲν χαριζόταν σὲ κανέναν. Τοὺς ἤλεγξε σφοδρὰ γιὰ τὶς διαβολὲς καὶ τὶς συκοφαντίες τους καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ οἱ γαιοκτήμονες ἐξεγέρθηκαν ἐναντίον του καὶ κατόρθωναν νὰ ἀπαγορευθεῖ τὸ κήρυγμά του. Ὁ λαὸς ὅμως ποὺ ἔβλεπε τὸ ἁγνὸ ἐνδιαφέρον τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστό, ἀγάπησε τὸν Πατροκοσμᾶ, ἦταν μὲ τὸ μέρος του καὶ τὸν ἀκολουθοῦσε κατὰ χιλιάδες.

 

Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας, κάθε Μονὴ δὲν περιορίσθηκε μόνο στὴν ἐνίσχυση τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας μὲ τὸ κρυφὸ σχολειό, ἀλλὰ βοήθησε καὶ στὴν προετοιμασία τοῦ Ἀγώνα γιὰ τὴν μεγάλη στιγμὴ τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ Μονὴ Κατερινοῦς προσέφερε ἄσυλο στοὺς κυνηγημένους ἀπὸ τοὺς Τούρκους Ζυγιῶτες, βοήθησε τὸν ἀγώνα τους καὶ παρεῖχε προστασία καὶ ἀρωγὴ στοὺς ἐπαναστατημένους Ρουμελιῶτες.

Γενικά οἱ Ἱερὲς Μονὲς ἔγιναν καταφύγια πνευματικὰ καὶ ὁρμητήρια τῶν Ἑλλήνων γιὰ τὴν Ἀπελευθέρωση τοῦ Ἔθνους, ἑστίες περίθαλψης τραυματιῶν, προσφύγων καὶ γυναικόπαιδων, ἔγιναν ἀποθῆκες πολεμοφοδίων καὶ προμηθειῶν, κέντρα συγκέντρωσης χρημάτων γιὰ τὴν κάλυψη τῶν ἀναγκῶν τοῦ Ἀγώνα, ἀλλὰ καὶ οἱ ἴδιες ἔγιναν πάροχοι χρηματικῶν ποσῶν ἢ ἐκποιούμενων ἀργυρῶν καὶ χρυσῶν σκευῶν γιὰ τὸν Ἀγώνα.

 

Ἡ ἀπὸ κοινοῦ συνεργασία Μοναχῶν καὶ Κλεφτῶν τοῦ Ζυγοῦ στὴν Μονὴ Κατερινοῦς ἀποδεικνύεται καὶ μὲ τὸ γεγονὸς τῆς ὁρκωμοσίας τοῦ Δ. Μακρῆ. Γύρω στὸ 1818 ἢ 1819 ὁ Μακρῆς δέχθηκε μετὰ χαρᾶς τὸ μήνυμα τοῦ Ἡγουμένου Δανιὴλ ἀπό τὰ Κράββαρα, ὁ ὁποῖος πρωτοστάτησε καλῶντας τὸν Ἰωάννη Παπαρρηγόπουλο στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κατερινοῦς νὰ μυήσει στὴ Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸν Καπετάνιο τοῦ Ζυγοῦ, μαζί μὲ τὰ πρωτοπαλίκαρά του, καπεταναίους καὶ μπουλουξῆδες. Ὀ Γραμματέας τοῦ Ρωσικοῦ Προξενείου τῶν Πατρῶν Ἰωάννης Παπαρρηγόπουλος ἐκ Νάξου, ἐξέχων Φιλικός, ἀφοῦ τοὺς μύησε, ἔβαλε τὶς βάσεις γιὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπαναστάσεως. Στὸ καθολικό τῆς Μονῆς Κατερινοῦς ἔδωσαν ὅλοι τὸν ὅρκο τῶν Φιλικῶν καὶ γιὰ πρώτη φορὰ οἱ Κλέφτες τοῦ Ζυγοῦ ξέφευγαν ἀπὸ τὰ στενὰ γεωγραφικὰ ὅρια τῆς περιοχῆς τους καὶ γίνονταν κρίκος μίας μακριᾶς ἁλυσίδας, ποὺ τοὺς ἕνωνε μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη τῆς Πατρίδος μὲ στόχο τὴν πολυπόθητη Ἀπελευθέρωση.

 

 


 

 

Μετὰ τὴν ἱστορικὴ αὐτὴ συνάντηση «ὁ ἀρχηγὸς καὶ οἱ ἀφιερωμένοι» στρατιωτικοὶ εἶχαν νέα καθήκοντα. Τώρα πλέον ὁ Μακρῆς ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε μόνο γιὰ τὴν Μεγάλη στιγμὴ τῆς πολυπόθητης Ἐλευθερίας τῆς Ἑλλάδος. Ὁ Ἀγώνας προετοιμάζεται τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1821 καὶ ἡ Ἐπανάσταση ἄρχισε 22 Φεβρουαρίου 1821! Ὁ Ὑψηλάντης ἀπὸ τὴν Μολδοβλαχία δόθηκε στὸν Ἀγώνα μὲ τὴν Προκήρυξη «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος» «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ἢ ΘΑΝΑΤΟΣ!» Ὁ κλέφτης τοῦ Ζυγοῦ καὶ Καπετάνιος Δ. Μακρῆς θὰ προετοιμάσει καλὰ τὸν Ἀγώνα καὶ θὰ δώσει τὸ ἔναυσμα στὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα στὶς 5 Μαΐου 1821, χτυπώντας Ὀθωμανοὺς φοροεισπράκτορες στὴν Σκάλα τοῦ Μαυρομμάτη. (5 Μαΐου 1821).

 

 Στὶς 20 Μαΐου, ὕψωσε τὴν σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως στὸ Μεσολόγγι καὶ μετὰ στὸ Αἰτωλικό. Ξεσήκωσε τοὺς προκρίτους μὲ στόχο νὰ ἐλευθερωθεῖ ὅλη ἡ Αἰτωλοακαρνανία. Στὶς 9 Ἰουνίου 1821 οἱ Τοῦρκοι μπέηδες ἀποκλείστηκαν ἀπὸ τοὺς ἑνωμένους Ἕλληνες Καπετάνιους τῆς Δ. Ἑλλάδος, παραδόθηκαν καὶ τὸ Βραχώρι ἐλευθερώθηκε. Ἡ παράδοση τῆς πόλης τοῦ Βραχωριοῦ ἔγινε μεταξὺ τῆς 10ης καὶ 11ης Ἰουνίου 1821. Ὁ μεγάλος ὄγκος τουρκικῶν στρατευμάτων ἐπέβαλε τὴν μετακίνηση τῆς ἕδρας τῆς Γερουσίας στὸ Μεσολόγγι. Στὴ συνέχεια, ἡ δράση του Μακρῆ ἦταν γύρω ἀπὸ τὴν πόλη τοῦ Μεσολογγίου. Ὁ Δημήτρης Μακρῆς στὰ ἀπομνημονεύματά του γράφει γιὰ τὴν συνεργασία καὶ τὴν προσφορά τοῦ κλήρου στὸν Ἀγώνα: «Ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἀποκλεισμοῦ στὸ Μεσολόγγι, ὁ παπα-Παναγιώτης, καθὼς ἔπιανε τὸ τουφέκι, καὶ ἤτανε καθημερινό, εἴτε ἡμέρα ἤτανε εἴτε νύχτα, ἔτρεχε στὴν ἐκκλησία, ἔπαιρνε τὸ Δισκοπότηρο στὰ χέρια του καὶ ξεσκούφωτος μὲ τὸ φαναράκι του ἐπήγαινε ἀπὸ τόπια σὲ τόπια καὶ μεταλάβαινε τοὺς ψυχομαχοῦντες καὶ τοὺς παρηγοροῦσε μὲ καλὰ λόγια· καὶ ἐγκαρδίωνε τοὺς ἄλλους νὰ πολεμοῦν, διὰ νὰ ἔχουν τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ».

 

Ἐξάλλου εἶναι πολὺ σημαντικὸ ὅτι ἡ Μονὴ Κατερινοῦς εἶχε συνεισφέρει σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴ τοῦ Προέδρου τοῦ Ἐκτελεστικοῦ Ἀλεξάνδρου Μαυροκορδάτου, (δυνάμει τοῦ ἀπὸ 11 Μαΐου 1822, ὑπ’ ἀριθμ. 1399 θεσπίσματος τοῦ Βουλευτικοῦ Σώματος), τὸ ποσὸ τῶν 2.000 γροσίων, γιὰ νὰ ἐξοικονομηθοῦν τὰ ἔξοδα τοῦ Ἑλληνικοῦ Στόλου γιὰ τὰ λοιπὰ χρειώδη τοῦ πολέμου. Ἀλλὰ καὶ ἀργότερα μὲ Βασιλικὸ Διάγραμμα (ὑπ’ ἀριθμ. 50) ἀπὸ 10-9-1857 συνεισέφερε ἐτησίως τὸ χρηματικὸ ποσὸ τῶν 60 δραχμῶν στὴν Ἱερὰ Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιὰ τὴν λειτουργία τῶν Ἱερατικῶν Σχολείων. Στὸν 20ό αἰῶνα, τὸ 1931 ἡ Ἱερὰ Μονὴ παραχώρησε ἀπὸ τὰ κτήματά της, γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση κοινωφελῶν ἔργων στὴ Γαβαλοῦ (νοσοκομεῖο, Ἐκκλησία, σχολεῖο κ.ἄ.), τὸ 1937, τὸ 1947 καὶ τὸ 1952 διένειμε δωρεὰν πολλὰ οἰκόπεδα καὶ κτήματα ἀπὸ τὴν περιουσία της σὲ ἀκτήμονες πολίτες τῆς περιοχῆς.

 

 Τελικά τα Μοναστήρια ἔπαιξαν σημαντικότατο ρόλο στὴν ἱστορία τοῦ Γένους. Ἡ ἐθνική, κοινωνικὴ καὶ πνευματική τους προσφορὰ διὰ μέσου τῶν αἰώνων, ὑπῆρξε μεγίστη καὶ ἰδιαίτερα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κατερινοῦς, γιὰ τὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνείας. Ἡ Μονὴ Κατερινοῦς στὰ κελλιὰ της, κατὰ τὴν Γερμανικὴ κατοχὴ, περιέθαλψε τραυματίες καὶ λαβωμένους, ὅπως συνέβη τὸν Αὔγουστο τοῦ 1944, στὴν δεύτερη εἰσβολὴ τῶν Γερμανῶν στὴν Μακρυνεία. Δέχθηκε καὶ φρόντισε γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα τοὺς τραυματίες τοῦ πρόσκαιρου Νοσοκομείου τοῦ Ε.Ε.Σ. Γαβαλοῦς.

 

Ἐπιπλέον, τοὺς μῆνες Ἰούλιο καἰ Αύγουστο τοῦ 1946  δύο ὁμάδες κατασκηνωτῶν φιλοξενήθηκαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κατερινοῦς, μὲ πρωτοβουλία τοῦ Θεόφιλου Κατσάνου (μετέπειτα π. Ἱεροθέου), διαχειριστὴ τῆς «Φιλανθρωπικῆς Ἑταιρείας Ἀγρινίου». Στὴν ὀργάνωση τῆς κατασκηνώσεως, συνέβαλαν οὐσιαστικὰ ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Πετράκης καὶ ὁ κατηχητὴς ἱεροκήρυκας Χαράλαμπος Βασιλόπουλος ἀπὸ τὴν Δερβέκιστα, (μετέπειτα Ἀρχιμανδρίτης). Ὁ Γαβριὴλ Ἀλπέντζος ἀναφέρει στὸ βιβλίο του: «Στὴν Πρώτη γραμμή, ἡ πρώτη ὁμάδα ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο στὶς 20 Ἰουλίου τοῦ 1946. Οἱ περισσότεροι ἦταν Ἀγρινιῶτες, ἀλλὰ συμμετεῖχαν καὶ ὁρισμένοι φοιτητὲς ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Παρὰ τὴν ἀνέχεια, τὴν δυστυχία καὶ τὴν πείνα, ἐν μέσω ἐμφυλίου πολέμου, οἱ συμμετέχοντες κατὰ τὸν συγγραφέα, «κατώρθωσαν νὰ συγκεντρώσουν σὲ μιὰ μικρὴ ἀποθήκη, ἀπὸ τὸ μερτικὸ τοῦ καθενός, λογῆς λογῆς εἰσοδήματα: φασόλια, φακές, τραχανάς, σιτάρι, κοτόπουλα, αὐγά, ἀρνιά, τυρί, μυζῆθρες, ζαρζαβατικά. Τὰ φροῦτα προβλέπονταν μπόλικα. Σύκα, σταφύλια, ἀχλάδια, ροδάκινα, καρπούζια… Φορτωμένα στὰ ζῶα γομάρια θὰ ἔρχονταν ἀπὸ τὸ κλαρὶ στὴν κατασκήνωση». Στὶς 7 Αὐγούστου 1946 ἀκολούθησε ἡ δεύτερη σειρὰ τῶν κατασκηνωτῶν, στὴν ὁποία συμμετεῖχαν καὶ νέοι ἀπὸ τὰ χωριὰ τῆς Μακρυνείας (Γαβριὴλ Ἀλπένζος, Στὴν Πρώτη Γραμμή, Ἀθήνα 1988, σ. 74.)

 

 

 Ὀρθῶς διατυπώθηκε ὅτι ὁ Μοναχισμὸς εἶναι φύλαξ τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Καὶ αὐτὸ ἐπικυρώνεται ἀπὸ Ἐπίσημη Πατριαρχικὴ διαπίστωση, μὲ συνοδικὴ ἐγκύκλιο τοῦ 1836, κατὰ τῶν ἐχθρῶν τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Στὴν ἐγκύκλιο ἐπισημαίνεται μὲ ἔμφαση, ὅτι οἱ ἐχθροὶ τῆς Ὀρθοδοξίας εἶχαν ἰδιαίτερο λόγο νὰ συκοφαντήσουν καὶ νὰ διαλύσουν τὸ Μοναχικὸ Τάγμα, ἐξ αἰτίας τοῦ μοναδικοῦ –ἐξ’ ἀρχῆς– ρόλου του στὴν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καὶ τὸν πνευματικὸ καταρτισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων… Τὸ κείμενο ὑπέγραψαν οἱ Πατριάρχες Κων/πόλεως Γρηγόριος ΣΤ΄ (1835-1840, 1867- 1871) καὶ Ἱεροσολύμων Ἀθανάσιος Ε΄ (1827-1844), καθὼς καὶ Δεκαεπτά (17) Μητροπολίτες καὶ Ἐπίσκοποι τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴν τὴν προσφορὰ τοῦ Μοναχισμοῦ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση, γνώριζαν πολὺ καλὰ οἱ Βαυαροὶ τὸ 1833, γι’ αὐτὸ διέλυσαν 412 Μοναστήρια. Εἶναι γεγονὸς ὰποδεδειγμένο ὅτι οἱ πρόγονοί μας καὶ ἥρωες τοῦ 1821 ἐμψυχώθηκαν ἀπὸ τὰ ἰδανικὰ τῆς Φυλῆς, φλογίσθηκαν ἀπὸ τὴν Πίστη τους στὸν Θεὸ ὅτι ὁ ἀγώνας τους ἦταν ἱερὸς καὶ δίκαιος καὶ ἐπέτυχαν τὴν ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ τῆς Πατρίδος μας! 




 

Η ΜΟΝΗ ΚΑΤΕΡΙΝΟΥΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ 1821

 

 

 Μετὰ τὴν Ἀπελευθέρωση ἀπὸ τοὺς Τούρκους, ἡ Μονὴ Κατερινοῦς καταργήθηκε ἐπὶ Ὄθωνος τὸ 1833, ὅπως προαναφέρθηκε. Λίγο ἀργότερα, σύμφωνα μὲ τὸ Β.Δ. ἀπὸ 26 Ἀπριλίου (8 Μαΐου) 1834, ἡ Μονὴ Κατερινοῦς μαζὶ μὲ τὶς Μονὲς Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου Μυρτιᾶς Τριχωνίδας, τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου Ρόμβου Σολίου καὶ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Παντοκράτορος Ὠλενείας κρίθηκαν ὡς διατηρούμενες Μονὲς τῆς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, ἀνάμεσα στὶς 152 διατηρούμενες Μονὲς τοῦ Νεοσύστατου τότε Ἑλληνικοῦ Κράτους καὶ συνέχισε τὴν λειτουργία της.

 

Τὸν 20ὸ  αἰώνα, ἡ Μονὴ Κατερινοῦς ἦταν σὲ ἐνεργὸ δράση, ἀφοῦ εἶναι τὸ μεγαλύτερο μοναστήρι στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνείας καὶ γι’ αὐτὸ συγχωνεύθηκαν σὲ αὐτὴν ἄλλα δύο μοναστήρια. Σύμφωνα μὲ τὸ Β.Δ. 426 ἀπὸ 26-11-1934, τὸ Μονύδριον «Λεσίνι» Παλαιοκατούνας τῆς Ἱ. Μητροπόλεως

Ἀκαρνανίας καὶ τὸ Μονύδριον «Ἁγία Ἐλεοῦσα» τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἀκαρνανίας, σύμφωνα μὲ τὸ Β.Δ. 437 ἀπὸ 31-12-1934 (τὸ 1934 τὸ μονύδριον Ἁγία Ἑλεοῦσα συγχωνεύεται μὲ τὴν Μονὴ Κατερινοῦς, τὸ ὁποῖο παρέμεινε ἀπὸ πλευρᾶς διοικητικοῦ καὶ οἰκονομικοῦ ἐλέγχου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κατερινοῦς, ἕως τὴν δεκαετία τοῦ 1970.

 

Ἡ Μονὴ Κατερινοῦς ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της ἕως τὸ 1951 ὑπῆρξε ἀνδρώα Μονή. Τὸ 1951 σύμφωνα μὲ τὸ Βασιλικὸ Διάταγμα 170 τῆς 9-6-1951, ἡ Ἱερὰ Μονὴ Κατερινοῦς Μακρυνείας καὶ ἀκριβέστερα: «Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας μετετράπη ἀπὸ ἀνδρώα εἰς γυναικείαν  τοιαύτην», σύμφωνα μὲ τὸ ἔγγραφο Ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως, ἀρ. φύλ.170.

 

Ἡ πρώτη ἀδελφότητα ἀπαρτίστηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμένη Ἀγαθαγγέλη Παπαδάκη ἀπὸ τὴν Πάτρα καὶ σύντομα πλαισιώθηκε ἀπὸ δέκα μοναχὲς. Ἀπὸ τὸ 1961 ἕως τὸ 2012, ἡ Μονὴ Παναγίας Κατερινοῦς λειτούργησε μὲ τὴν Γερόντισσα Χριστοδούλη Εὐαγγελάτου καὶ τὴν μοναχὴ Θεοκλήτη Νικολογιάννη. Στὴ συνέχεια, γιὰ ἕνα περίπου ἔτος διακόνησε στὴν Μονὴ ἡ μοναχὴ Πορφυρία καὶ ἀπὸ τὸν Ἰούλιο τοῦ 2015, ἡ Μονὴ ἐπαναλειτούργησε μὲ τὴν ἡγουμένη Μαριὰμ Σκαβάρα, τὴ μοναχὴ Μυροφόρα Κουσαρίδα καὶ τὴν ἀδελφὴ Δήμητρα Παπαδημητρίου ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο.

 

Ἔκτοτε ἡ Μονὴ ἀποτελεῖ πνευματικὴ ἑστία ὅλης τῆς περιοχῆς τῆς Μακρυνείας, διότι εἶναι τὸ μοναδικὸ ἀπὸ τὰ ἑπτὰ μοναστήρια ποὺ ἀπέμεινε ἀδιαλείπτως ἀνοικτὸ μετὰ τὴν Τουρκοκρατία καὶ σήμερα τελεῖ ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τοῦ Μητροπολίτου Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας, Σεβασμιωτάτου κ. Δαμασκηνοῦ Κιαμέτη, τοῦ ὁποίου ἡ ἐνθρόνιση πραγματοποιήθηκε στὸ Μεσολόγγι, στὶς 11 Νοεμβρίου 2022 καὶ στὸ Ἀγρίνιο στὶς 12 Νοεμβρίου 2022.

 

            Κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνείας καὶ στὸν Ἀράκυνθο λειτουργοῦσαν ἄλλα ἕξι Μοναστήρια, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ ἕνα ἔπαυσε νὰ λειτουργεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἐνῶ τὰ ὑπόλοιπα διαλύθηκαν μὲ τὸ Β.Δ. τῆς 25ης Σεπτεμβρίου 1833. Ὅλα πρόσφεραν ὑπηρεσίες στοὺς Κλέφτες τοῦ Ζυγοῦ κατὰ τὴν προετοιμασία τῆς Ἐπαναστάσεως. Τὰ ὑπόλοιπα μοναστήρια εἶναι τὸ ἀρχαιότατο μοναστήρι τῆς Παναγίας «Τρημιτοῦς» ἢ «τοῦ Ἐρημίτου» κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἀθανάσιο Παλιούρα, ἡ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Σιβίστας, ἡ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μποτίνου, ἔξω ἀπὸ τὸ Λιθοβούνι, ἡ Μονὴ Ἁγίου Ἰωάννη Δόβρου στὴν δασικὴ ἔκταση τῆς Γαβαλοῦς, ἡ Μονὴ Ἁγίου Θωμᾶ Παπαδατῶν, πάνω ἀπὸ τὸ Παλιοχώρι καὶ ἡ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Κερασόβου. Ὑπάρχουν γραπτὰ ἔγγραφα στὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Κράτους γιὰ τὶς Μονὲς αὐτές, ἀλλὰ ἀφοροῦν μόνο ἐνοικιάσεις καὶ πωλήσεις τῆς περιουσίας τους.

 

Σήμερα στὴν περιοχὴ τῆς Μακρυνείας λειτουργεῖ μόνο ἡ Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Κατερινοῦς καὶ ἡ Μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Σιβίστας, κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Προστάτη Ἁγίου Γεωργίου.

 

 ΠΗΓΗ: Ἀπὸ τὸ βιβλίο ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΚΑΤΕΡΙΝΟΥΣ «Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου», Ἐκδόσεις Εὐαγγέλου Σπύρου, Ἀθήνα, Μάιος 2023.

 
 
 

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Κατερινοῦς

 

Η Καθηγουμένη

 Μαριάμ μοναχή









 Ἀπολυτίκιον. Ἦχ. α΄. Τῆς ἐρήμου  πολίτης

Μακρυνείας οἱ γόνοι τῶν Ἑλλήνων συστήματα, καὶ τῶν Ὀρθοδόξων τὰ πλήθη τῇ Μονῇ τῆς Θεόπαιδος, προσέλθωμεν φαιδρῶς Κατερινοῦς, εἰκόνα προσκυνοῦντες τὴν αὐτῆς· ἵνα λάβωμεν θαυμάτων τὰς δωρεάς καὶ χάριτας κραυγάζοντες· Δόξα τοῖς μεγαλείοις σου Ἁγνή, δόξα τῇ πρστασία σου, δόξα τῇ χορηγούσῃ δαψιλῶς πᾶσιν ἰάματα.

  

Μεγαλυνάριον

Δεῦτε τὴν εἰκόνα τὴν ἱεράν, πόθῳ τε καὶ φόβῳ προσκυνήσωμεν οἱ πιστοί, τῆς Ἀειπαρθένου, Κατερινιωτίσσης, ἰάσεις γὰρ τοῖς πᾶσι βρύει καὶ χάριτας.